
Γράφει ο Γρηγόρης Μάρκου / [email protected]
Πόλεμος, φτώχεια και καταπίεση, τρεις λέξεις, χιλιάδες ανατριχιαστικές εικόνες στο μυαλό μας και εκατομμύρια συναισθήματα θλίψης στην καρδιά μας. Τρεις λέξεις που μας έβαλαν φτερά στα πόδια και τρέξαμε να γλιτώσουμε, τρέξαμε να σωθούμε. Κάποιοι μας μίλησαν για ένα καλύτερο κόσμο στον βορρά, για ειρήνη, αγάπη και φροντίδα. Για ένα κόσμο όπου η ζωή μας θα είχε αξία και ασφάλεια για εμάς και τα παιδιά μας, με χαρούμενες γειτονιές και πολύχρωμα σοκάκια. Ένα κόσμο που πλημμυρίζει από χρώματα και μυρωδιές. Οι άνθρωποι εκεί δεν μισούν, μόνο αγαπούν. Δεν μαλώνουν μεταξύ τους, δεν κρατάνε όπλα στα απαλά τους χέρια. Τους πιστέψαμε και τραβήξαμε για εκεί, αποχαιρετώντας φίλους και γνωστούς που φοβήθηκαν να μας ακολουθήσουν.
Ο δρόμος μας θα ήταν μακρύς και δύσκολος. Στοιβαχτήκαμε σαν τα άμοιρα ζώα που πηγαίνουν για σφαγή, σε ένα παλιό κόκκινο φορτηγό και μετά από πολλές ώρες, σηκωθήκαμε πιασμένοι και κουρασμένοι για να αντικρίσουμε τη σκοτεινή θάλασσα, αυτή που θα μας οδηγούσε στη γη της επαγγελίας. Πολλοί δεν είχαν αντικρίσει ξανά τη θάλασσα, αλλά δεν τους φόβιζε γιατί ήταν ήρεμη και γαλήνια. Εγώ την ήξερα τη θάλασσα, την είχα ζήσει και αυτό ήταν που με τρόμαζε περισσότερο, ήξερα τους κινδύνους της, γνώριζα τις παγίδες της. Δεν προλάβαμε να ξεπιαστούμε από το απαίσιο οδικό ταξίδι μας και ακούστηκε μια δυνατή φωνή στο βάθος. Ήταν ένας νεαρός που έλεγε με ταραγμένη φωνή να μπούμε γρήγορα μέσα σε ένα μικρό και σκουριασμένο πλοίο που ήταν αραγμένο στην ακτή. Ήταν σκοτάδι και έπρεπε να κάνουμε γρήγορα. Στοιβαχτήκαμε χειρότερα από πριν και μερικοί με δυσκολία ανέπνεαν. Με τρόμαζε αυτό το σάπιο καραβάκι, γιατί είχα δει σε φωτογραφίες παλιών περιοδικών τα καράβια που ταξιδεύουν οι βόρειοι σε αυτή τη θάλασσα και δεν έμοιαζε με αυτό. Οι μηχανές άναψαν αλλά τα φώτα έμειναν σβηστά. Όταν ξεκινήσαμε δεν σταμάτησα να κοιτάζω πίσω μου τα φώτα της αφρικανικής πόλης, που έμοιαζαν σαν την καύτρα του τσιγάρου. Είπα αντίο. Με πήρε ο ύπνος σχετικά εύκολα, καθώς ήμουν εξαντλημένος από το μακρύ ταξίδι.
Ξαφνικά οι φωνές κάποιων ταραγμένων γυναικών με ξύπνησαν. Πρέπει να είχα κοιμηθεί για ώρες. Η θάλασσα ήταν μανιασμένη και το ήξερα ότι δεν θα απέφευγα αυτή της τη μορφή. Οι γυναίκες φώναζαν δυνατά αλλά άργησα να καταλάβω τον λόγο που το έκαναν. Κοίταξα πως ήμουν μόνος μου σε αυτή την μεριά του πλοίου, ενώ το υγρό πάτωμα είχε κάνει μούσκεμα το παντελόνι μου. Αναρωτήθηκα για τα νερά αφού δεν έβρεχε, αλλά αμέσως συνειδητοποίησα τα τεράστια και τρομακτικά κύματα που «πετούσαν» δίπλα μου. Ο κόσμος είχε πάει στα δεξιά του πλοίου και φώναζε για βοήθεια προς ένα τεράστιο καράβι που διέσχιζε τη θάλασσα, αυτό όμως ήταν πολύ μακριά. Ξαφνικά ακούστηκε ένας κρότος. Η μετατόπιση του βάρους δημιούργησε πρόβλημα στο παλιό πλοιάριο και νερά πετάχτηκαν πάνω μας. Δεν πέρασε ένα λεπτό και όλοι βρεθήκαμε στη θάλασσα. Γυναικόπαιδα, άντρες νέοι και ηλικιωμένοι. Δεν ήταν όλοι σε θέση να κολυμπήσουν και πολλοί χάθηκαν αμέσως στην άβυσσο της σκοτεινής θάλασσας. Εγώ γνώριζα κολύμπι, γιατί όταν ήμουν μικρός κολυμπούσα ατέλειωτες ώρες στη θάλασσα της πατρίδας μου, αλλά ήμουν αρκετά εξουθενωμένος από το πολύωρο ταξίδι μας. Προσπάθησα να κρατηθώ από ένα σωσίβιο που βρέθηκε μπροστά μου, αλλά με δυσκολία συγκρατούσε το βάρος μου. Ήθελα να βοηθήσω τους γύρω μου, αλλά τα μανιασμένα κύματα με παρέσυραν μακριά.
Σε λίγες ώρες μπορούσα να διακρίνω λίγες φωνές στο βάθος, που έμοιαζαν με ψιθύρους. Είχα κουραστεί και δεν ήξερα αν μπορώ να αντέξω άλλο. Σκεφτόμουν τους γονείς και τους φίλους μου που είχα αφήσει πίσω και ευχαριστούσα τον θεό που δεν άκουσαν τα παρακάλια μου και δεν μ’ ακολούθησαν στο ταξίδι αυτό. Εκεί όμως που ήμουν έτοιμος να βυθιστώ εξουθενωμένος μέσα στα κύματα που είχαν ηρεμήσει πλέον, άκουσα ένα ελπιδοφόρο ήχο μηχανής και ένα δυνατό φώς χτύπησε το πρόσωπό μου. Ξεχώρισα κάτι ομιλίες, μιας άλλης περίεργης και αστείας γλώσσας. Ήταν διασώστες. Με σήκωσαν, με ζέσταναν, μου έδωσαν νερό. Υπήρχαν και άλλοι επιζώντες εκεί, αλλά δεν συνάντησα κάποια γνώριμη φυσιογνωμία σε εκείνη τη βάρκα. Την άλλη μέρα μας πήγανε σε ένα νησί με το όνομα Σικελία, μας περιποιήθηκαν, μας φρόντισαν. Ήμουν σοκαρισμένος από αυτό που μου είχε συμβεί. Ρώτησα τι θα μας κάνουν, ρώτησα αν θα μας άφηναν να φύγουμε, να πάμε στο βορρά. Δεν μου απάντησε κανείς. Μόνο μου έριχναν ματιές θλίψης. Μερικοί κάτοικοι της περιοχής που κρυφοκοιτούσαν πίσω από τα σίδερα, μας έριχναν απαξιωτικές ματιές. Φοβήθηκα και σάστισα. Ξαφνικά το όμορφο και περιποιητικό περιβάλλον που συνάντησα στην αρχή, άλλαξε στα μάτια μου. Όχι δεν μπορώ να πω, μας φρόντισαν και με το παραπάνω, αλλά κάτι διέτρεξε την ψυχή μου και με έβαλε σε άσχημες σκέψεις. Όμως τα φτερά που είχαν μπει στα πόδια μου και με βοήθησαν να φύγω από τη φρικτή ζωή μου, είχαν μπει και στην καρδιά μου. Δεν φοβόμουν πια. Λησμόνησα τους δικούς μου αλλά δεν ήθελα να γυρίσω. Ήθελα να γνωρίσω τον βορρά. Ρώτησα ξανά τι θα μας κάνουν. Πάλι δεν μου απάντησε κανείς.
Το κείμενο αυτό το έγραψα με μοναδικό σκοπό να πάρει μια ιδέα ο αναγνώστης, για τις τρομακτικές και θλιβερές στιγμές που ζουν χιλιάδες μετανάστες κάθε χρόνο, στην προσπάθεια τους να διασχίσουν το «νεκροταφείο» της Μεσογείου, με μόνο τους προορισμό μια καλύτερη ζωή. Αυτοί που επιβιώνουν, έχουν να μας πουν τις δικές τους ιστορίες. Η παραπάνω ιστορία αποτελεί μυθοπλασία, αλλά πολλοί άνθρωποι ίσως έχουν ένα κομμάτι από αυτήν, που να τους ανήκει.
ήταν πολυ συναισθηματικο και μοθ το περασε