Γράφει η Νένα Μυρωνίδου / [email protected]
Ξέρεις τί ζηλεύω πιο πολύ; Τα εισιτήρια. Συμβόλαια φυγής. Σε αφήνουν να τα διαλέξεις, να τα ζήσεις, να τα ματαιώσεις, να τα αφήσεις στη μέση, να τα τσαλακώσεις, να τα κρατήσεις ενθύμια, να τα χαρίσεις και να τα μοιραστείς. Ένα τέτοιο θέλω, παρακαλώ.
Και τους όρους βάλ’ τους εσύ. Σου επιτρέπω. Αρκεί να φύγω, ρε, παιδί μου. Και σόρρυ για την οικειότητα. Εδώ στις έδρες, υπάρχουν πραγματικότητες που οι διαδρομές και οι προορισμοί δεν τα ξέρουν και δε θα τα μάθουν ποτέ.
Κι αν δε σου περισσεύει μία, κρύψε με στο σάκο σου. Κι όχι πως περνιέμαι για δώρο, αλλά και λαθραία θα την κοπανούσα. Κάνε με ξωτικό σου, έλκηθρο, τάρανδο. Η δουλειά δεν είναι ντροπή. Κρύψε με εσύ και θα δω, τι θα με κάνω.
Και θα είμαι καλό κορίτσι. Κι αν δεν είμαι, τιμώρησέ με. Στρίμωξέ με κι άλλο από το τώρα μου. Χώσε με σε καμιά καμινάδα να μάθω εγώ, που το μυαλό μου άλλο δεν ξέρει από το να πετάει.
Πάντως, ένα σου λέω. Δε θέλω άλλο δώρο. Μια φυγή σκέτη. Κι όχι απαραίτητα χλιδάτη. Μια φυγή απλώς φευγάτη. Και μην πεις ότι δε σου περισσεύουν φυγές. Αφού το ξέρεις, φέτος ήμουν καλό παιδί, κι ας ξόδεψα δεκάδες μπλάνκο για τα λάθη. Στην κάλτσα θα τα βρεις κι αυτά.
Με αγάπη, Εγώ.