Γράφει η Ξένια Θρασυβουλίδου / [email protected]
Οι φωνές των παιδιών θα γεμίσουν τους δρόμους της γειτονιάς… τα τρίγωνά τους θα χτυπήσουν μελωδικά ανακοινώνοντας σε όλους μας ότι ο Χριστός γεννάται. Κι εμείς θα ακούσουμε το τραγούδι τους, τα κάλαντα, θα τους χαμογελάσουμε και θα τους δώσουμε το μπαξίσι μας… το κέρασμά μας… Ένα έθιμο παλιό το οποίο μεταφέρεται από γενιά σε γενιά και κουβαλάει μέσα του αναμνήσεις, μουσική, μυρωδιές. Όλοι μας θυμόμαστε το πρωινό ξύπνημα εκείνης της ημέρας που για πρώτη φορά κρατήσαμε το τρίγωνο στα χέρια μας και ξεκινήσαμε να τραγουδάμε γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι.
…………………………………………………………………………………………………..
Ώρα 7 ακριβώς. Πρωί 24ης Δεκέμβρη. Το ξυπνητήρι χτυπάει και ο Μενέλαος ανοίγει τα μάτια του. Όχι, δεν δουλεύει σήμερα. Είναι όμως μεγάλη μέρα! Παραμονή Χριστουγέννων. Πρέπει να κάνει τα τελευταία ψώνια για το οικογενειακό τραπέζι και να φροντίσει, έτσι ώστε να είναι όλα έτοιμα πριν έρθουν οι καλεσμένοι. Σηκώνεται από το κρεβάτι του και ετοιμάζεται βιαστικά. Πηγαίνει στην τουαλέτα, βρέχει το πρόσωπό του και κοιτάζει στον καθρέφτη. Το πρόσωπό του, τον κοιτάζει και χαμογελάει. Μερικές ρυτίδες εμφανίζονται εδώ κι εκεί, υπενθυμίζοντάς του τα σημάδια του χρόνου. Ευτυχώς τα μαλλιά του ακόμη δεν τον προδίδουν, αφού διατηρούν το μαύρο τους χρώμα. Στέκεται για λίγο μπροστά στον καθρέφτη και τα μάτια του λάμπουν.
Ήταν πριν από 34 χρόνια, όταν για πρώτη φορά ο πατέρας του τον είχε ξυπνήσει από τις 7 το πρωί, 24ης Δεκέμβρη, για να πει τα κάλαντα. Τον είχε πάρει από το χεράκι και τον πήγε σε σπίτια μερικών φίλων και συγγενών. Είχαν κάνει πολλές πρόβες με το τριγωνάκι του και ήξερε εδώ και μέρες τους στίχους. Καμάρωνε και στο σχολείο γι’ αυτό. Η γύρα τους ξεκίνησε με τη φουρνάρισσα που είχε τον φούρνο της απέναντι από το σπίτι τους και είχε μεγάλη αδυναμία στον μικρό Μενέλαο. Η φωνούλα του έτρεμε καθώς ξεκινούσε τα πρώτα στιχάκια, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε με θάρρος και χτυπούσε ρυθμικά το τρίγωνό του. Η συγκίνηση της φουρνάρισσας και τα μπράβο των πελατών που έτυχε να μπουν εκείνη την ώρα στο μαγαζί τον γέμισαν με κουράγιο για τη συνέχεια. Το μπαξίσι ήταν γενναιόδωρο και το σουσαμένιο κουλούρι που του έδωσε πεντανόστιμο. Σειρά είχαν ο θείος και η θεία που έμεναν λίγο πιο μακριά. Άνοιξαν την πόρτα και σάστισαν βλέποντάς τον, γιατί δεν περίμεναν ο πεντάχρονος ανιψιός τους να τους πει τα κάλαντα και μάλιστα τόσο όμορφα! Η βόλτα συνεχίστηκε και όλοι άκουσαν με χαρά τον Μενέλαο να τραγουδάει τα κάλαντα και να παίζει το τρίγωνό του. Ο μικρός γεμάτος περηφάνια χαμογελούσε σε όλους. Μέχρι το μεσημέρι είχαν γυρίσει σε όλα τα σπίτια της γειτονιάς, ενώ παράλληλα ο Μενέλαος είχε γεμίσει και τον κουμπαρά του. Μέτρησε τα χρήματα και χαμογέλασε ευχαριστημένος. Μπορούσε να αγοράσει τα δώρα που ήθελε. Εκείνο το όμορφο κατακόκκινο φόρεμα για τη μητέρα του. Θα ταίριαζε πολύ με τα ροδοκόκκινα μάγουλά της, σκέφτηκε και μπήκε στο κατάστημα. Κοίταξε προς τη μεριά του κύριου Ηλία, του ιδιοκτήτη του μαγαζιού. Το τριγωνάκι του έπεσε από τα χέρια και έπεσε στο πάτωμα κάνοντας τους πελάτες του μαγαζιού να γυρίσουν προς το μέρος του. «Σε περιμέναμε, να μας πεις τα κάλαντα!», του είπε ο κύριος Ηλίας και του χαμογέλασε. Ο Μενέλαος του εξήγησε ότι ήθελε να αγοράσει το φόρεμα της βιτρίνας για τη μητέρα του και σε λίγα λεπτά βρισκόταν έξω από το μαγαζί κρατώντας σφιχτά τη σακούλα στα χέρια του. Σειρά είχε το βιβλιοπωλείο του κύριου Μιχάλη. Είχε πει τα κάλαντα πριν από λίγο και τώρα πια μπορούσε να μπει χωρίς το πρωινό άγχος. Ζήτησε το βιβλίο που μόλις είχε κυκλοφορήσει από τον αγαπημένο συγγραφέα του πατέρα του και περίμενε να του τυλίξουν το δώρο. Ο κουμπαράς του είχε σχεδόν αδειάσει, αλλά μπορούσε να πάρει ένα ακόμη δώρο. Ένα δώρο γι’ αυτόν. Μία ξύλινη φλογέρα από το μαγαζί της γωνίας. Του χρόνου θα έλεγε τα κάλαντα παίζοντας φλογέρα! Η χαρά του ήταν τόσο μεγάλη που γυρνώντας σπίτι ξέχασε να σκουπίσει τα παπούτσια του και έτρεξε φουριόζος στο σαλόνι-αφήνοντας παντού ίχνη πίσω του- για να αφήσει τα δώρα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μέσα στο σπίτι όλα ήταν σχεδόν έτοιμα για το βραδινό τραπέζι. Η γαλοπούλα παραγεμισμένη περίμενε υπομονετικά μέσα στο φούρνο. Τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες ήταν κι αυτοί σε περίοπτη θέση πάνω στο πιάνο. Η μαμά του Μενέλαου είχε φροντίσει έτσι ώστε όλα να βρίσκονται στη θέση τους. Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι και το σπίτι γέμισε. Τι όμορφη βραδιά. Γεμάτες γεύσεις, δυνατές μουσικές, ζεστά συναισθήματα.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Η ξυριστική μηχανή του πέφτει από τα χέρια και διακόπτει αυτό του το ταξίδι υπενθυμίζοντάς του ότι πρέπει να βιαστεί, να προλάβει τα μαγαζιά για τα τελευταία ψώνια πριν από το χριστουγεννιάτικο οικογενειακό τραπέζι. Ντύνεται βιαστικά και βγαίνει κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω του. Κατεβαίνει με το ασανσέρ και βγαίνει από την είσοδο της πολυκατοικίας. Το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς είναι πιο κάτω. Κόσμος πηγαινοέρχεται κάνοντας τα δώρα της τελευταίας στιγμής. Έτσι κι αυτός. Μπαίνει μέσα και γεμίζει το καλάθι του. Ξαφνικά σταματάει. Αφήνει το καλάθι με τα ψώνια και τρέχει προς την έξοδο. Γυρίζει στο σπίτι του. Ανεβαίνει γρήγορα. Από τις σκάλες αυτή τη φορά. Δεν έχει χρόνο, για να περιμένει το ασανσέρ. Βάζει στην πόρτα τα κλειδιά και ορμάει μέσα. Τρέχει προς το παιδικό δωμάτιο. Ευτυχώς δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Της χαϊδεύει τα μαλλιά και της ψιθυρίζει: «Ξύπνα, Αντιγόνη! Ο μπαμπάς σου έχει μια έκπληξη. Το τριγωνάκι που του ζήτησες για τα κάλαντα! Ξύπνα! Φύγαμε για το μικρό μας ταξίδι στη γειτονιά!». Η μικρή ανοίγει τα μάτια της και του χαμογελάει. Τα μάτια της λάμπουν. Λάμπουν όπως και τα δικά του. 34 χρόνια μετά…