ΣΤΙΓΜΕΣ Γράφει η Έλενα Αρτζανίδου / εκπαιδευτικός – συγγραφέας
Σαρανταπόρου και Λεωφόρος Στρατού, στη Θεσσαλονίκη δεσπόζει ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο. Κάθε φορά που περνάω με αναγκάζει να σταματήσω να σηκώσω τα μάτια και να το κοιτάξω. Σήμερα όμως με καθήλωσε, δεν ξέρω γιατί, και με κράτησε αρκετά λεπτά της ώρας κοντά του.
Αδιαφορώντας για όσους περνούσαν και με κοιτούσαν καθώς το βλέμμα μου ήταν χαμένο πάνω στο γερασμένο, λαβωμένο κορμί αυτής της άλλοτε όμορφης δίπατης μονοκατοικίας.
Η πρόσοψή της διαθέτει ένα μικρό κήπο εγκαταλελειμμένο. Για χρόνια το κτίριο έχει καταληφθεί από ενοίκους που σπάνια τους βλέπεις, αλλά είναι εκεί.
Η πλευρά της από την Σαρανταπόρου που με έχει αιχμαλωτίσει, διατηρεί εν μέρει το σχεδιασμένο σοβά ενώ τα σφαλιστά κεπέγκια με την σφαλισμένη πόρτα γεννούν φαντασίες και πλάθουν μορφές από το παρελθόν.
Άγνωστοι προς εμένα οι ένοικοί της, αλλά από τη θέση, την τεχνική κατασκευής του κτιρίου φαντάζομαι πως είχαν ευμάρεια και αρέσκονταν στην αρμονία και ομορφιά.
Στην κλειδωμένη, σκουριασμένη πόρτα μπορώ να δω τη γυναίκα του οικήματος με το πλατύ καπέλο να στολίζει τα κοντά μαλλιά με τις αφέλειες να αφήνονται εσκεμμένα.
Την παρακολουθώ να βηματίζει καθώς η φούστα με τις πιέτες και τις χάντρες που τη διακοσμούν προκαλεί το θαυμασμό και το φθόνο στις γειτόνισσες.
Το διακριτικό μακιγιάζ της σε σκούρα απόχρωση και τα βαμμένα χείλη της φωτίζουν το άσπρο πρόσωπό της. Με την έξοδό της το άρωμα της φτάνει για να αναστατώνει τους ενοίκους από τα χαμόσπιτα.
Στη θέα του αρσενικού που τη συνοδεύει αλά μπρατσέτα τα μάτια των ξένων χαμηλώνουν.
Συνεχίζω μόνη εγώ να τους παρατηρώ μέσα από τη μηχανή του χρόνου.
Στο κλείσιμο της πόρτας το ζεύγος περνά από μπροστά μου και κατηφορίζει περνώντας ανάμεσα από τα δρομάκια της πόλης φτάνοντας στην παραλία και από εκεί με τον Λευκό Πύργο να δεσπόζει τραβούν για το αναψυκτήριο.
Τους βλέπω εκεί στου Ξαρχάκου 1951, με την γκαζόζα, τον καφέ πλάι στο περγαμόντο και το βύσσινο, τη στιγμή που το ελαφρύ αεράκι τσιμπά την άσπρη επιδερμίδα της κυρίας από το οίκημα της Σαρανταπόρου και Λεωφόρου Στρατού γωνία.
Ο παγωμένος αέρας παγώνει την ανάσα μου και με συνεφέρνει από τις περασμένες στιγμές. Η ματιά μου απομακρύνεται από το λαβωμένο κτίριο με τις άλλοτε ζωντανές ψυχές που κάποτε έζησαν σε αυτή την τόσο διαφορετική από το σήμερα, πόλη.
Απομακρύνομαι, ενώ το κτίριο θα συνεχίσει -για πόσο ακόμα;- να συντηρεί τα χνάρια των ενοίκων.