Γράφει η Νένα Μυρωνίδου / [email protected]
Όλο Χ.Α. και Χ.Α. βαρεθήκαμε να γελάμε πικρά με τα τερτίπια του κράτους και του παρακράτους, όπως μας φάγανε την ψυχή τα δελτία ειδήσεων και ο γενικός αχός των καφενείων. Και εκεί που λες πως η ζωή είναι πιο μαύρη κι απ’ την τύφλα μας τη μαύρη, για όσα πραγματικά συμβαίνουν πίσω από την πλάτη μας, πατάς ένα κουμπί τηλεόρασης (κι άλλο ένα στον αποκωδικοποιητή) και βγαίνουν στη φόρα οι μασημένες τσίχλες του χαζολογήματος. Γιατί για να έχουμε έναν αντίποδα στην όλη επικαιρότητα που να σέβεται τον εαυτό του, θα πρέπει να πέσουμε τόσο χαμηλά όσο να αγγίξουμε το κέντρο της Γης.
Εκεί λοιπόν, στα σκοτάδια του «τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε», ξεμυτίζουν οι εκπομπές και τα σήριαλ που συντροφεύουν κάθε μόνο, κάθε τουρκόπληκτο σε απεξάρτηση, κάθε καναπεδάτο κριτή, κάθε έναν που γυρίζει από τη «δουλειά» και θέλει να χαζέψει (κι άλλο) μέσα στον γενικό χαμό του. Στρώνουν τα σαλόνια, τις μπουχάρες, βάζουν δυο μπου-χάνες να χαμογελάνε χωρίς να ξέρουν γιατί, διακοσμούν και τα σκηνικά με μερικούς μουσάτους και χαζογελάνε, χοροπηδάνε και γκομενοποζάρουν. Και δε λέω πως δεν έχουμε ανάγκη το θέαμα, μιας και η ζωή δε μας δίνει πολλές ευκαιρίες για γέλιο, αλλά σαν πολύ δε ναυαγήσαμε φέτος;
Τόσο μούσι ούτε στις αρχαίες μάχες δεν έχουμε συναντήσει. Όλοι αυτοί κάνουν οικονομία στους αφρούς ξυρίσματος και τα ξυραφάκια δηλαδή; Τι μόδα είναι αυτή που τρομάξαμε να αναγνωρίσουμε ποιοι είναι ο ένας και ο άλλος; Για να μη μιλήσω για τα νέα πρόσωπα που είναι λες και η βασική προϋπόθεση για την πρόσληψη είναι να έχουν μονάσει ή αγιάσει. Το σταυροκόπημα βέβαια δε θα το αποφεύγαμε με τέτοια απολλώνια κάλλη, αλλά τώρα άρχισαν να παίζουν και με την πίστη μας.
Στο κάτω-κάτω, μιας και εκεί μας έχω στο τσεκ-ιν του σήμερα, αξίζουμε να χαλβαδιάζουμε την παρέλαση από άμορφους ομορφονιούς το μεσημέρι. Και τα βράδια, έτσι όπως έγιναν τα σήριαλ, περισσότερο παίρνουμε διακοσμητικές ιδέες για τα σπίτια, παρά αλλάζουμε χρόνο και τόπο ταυτιζόμενοι με τους μύθους. Κι όχι πως διαφωνώ με την επέλαση της διαφήμισης, ειδικά αν έπαιρναν και οι θεατές ποσοστά, αλλά μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι όταν στους κάδους σκουπιδιών υπάρχουν άνθρωποι για όσα τρώγονται ακόμη, ενώ στο χαζοκούτι δεν έμεινε πια τίποτα φαγώσιμο. Τώρα, που είναι οι γονείς μου, να μη με αφήνουν να βλέπω τηλεόραση όπως μικρή που δεν τους το συγχωρούσα με τίποτα;