Γράφει η Νένα Μυρωνίδου / [email protected]
Σαν ήμουνα κι εγώ μικρό παιδί, καλή μαθήτρια και χαμηλά τα μάτια στη δασκάλα, το πρόγραμμα έλεγε και «παρέλαση». Παράλληλα με το μάθημα θεωρίας στην Ιστορία, υπήρχε και το πρακτικό μέρος, που μας ήθελε να παρελαύνουμε με απόλυτη συναίσθηση των πράξεών μας, έπαρση, στιβαρό βηματισμό και περήφανο ρυθμό στην περπατησιά. Όμως, γιατρέ, ξέρετε, εγώ δεν πρόσεχα πολύ. Πρόσεχα δηλαδή, αλλά ήμουν μικρή και δεν ήξερα.
Ο ράφτης δεν έπαιρνε σωστά τα μέτρα. Η φούστα ήταν, όπως έλεγε και η γιαγιά, κομματάκι τσιρούτικη. Το πουκάμισο ήταν σαν να φόρεσα του αγοριού μου. Τα μαλλιά μόνο κομμωτηρίου. Η λακ η μόνη «προφύλαξη» από τα δεκάδες στραγάλια, που έκαναν επίθεση ακριβώς εκεί που στηνόταν ο φωτογράφος. Ξέρεις, δίπλα στον δεύτερο δείκτη μπροστά στους επισήμους.
Και πριν μου ξαμολήσεις την πάθησή μου, άκου. Καλσόν-τακούνι σημειώσατε χι. Γιατί η φινέτσα στην πασαρέλα από κάτω προς τα πάνω πάει. Κι όσο να πεις μπερδεύονταν οι λέξεις. Το νύχι βαμμένο και τέλος, το εμβατήριο βοηθούσε τόσο, μα τόσο στο μάσημα της τσίχλας.
Τα αγόρια μπροστά, εμείς από πίσω και κάπου εκεί ποτέ δε μάθαμε πως δεν προπορευόταν η απόλυτη λεβεντιά, μιας και κάποιοι ροκάδες, κάποιοι χαλβάδες, κάποιοι μαμάκηδες, κάποιοι με τους ώμους στα γόνατα κι εκείνο το ίδιο πόδι-ίδιο χέρι πάντα αντισεξουαλικό. Εκτός από το μελαχροινάκι του Γ2. Εκείνο παρακαλώ να εξαιρεθεί.
Τώρα, σε ακούω. Βρες να βολέψεις πού θα χωρέσεις σε εκείνο το παρελθόν τη χαρά της εθνικής λευτεριάς. Την παλικαριά του εμβατηρίου. Το ρισπέκτ «Κεφάλι» στους επισήμους και την οικογενειακή φωτογραφία με τη γιαγιά και τον παππού, που ήταν ο καλύτερος σε κάτι τέτοια και με είχε για λεβέντισσα, εξόν από τη διαφωνία στο μαλλί. Άντε, σε ακούω. Τις πταίει και τις είναι για πτυσμό;