Γράφει η Νένα Μυρωνίδου / [email protected]
Γιαγιά,
Στέκομαι εδώ, στη μέση της ιστορίας. Πίσω δεν κοιτάζω, γιατί δε φτάνω. Είναι όλα μακριά. Μπροστά δε βλέπω. Είναι όλα θολά. Εσύ, όμως, με τα χέρια στη μέση και μια ξεθωριασμένη ποδιά, σκαλίζεις τα χωμάτινα αυλάκια με τα κηπευτικά σου. Σκαλίζεις την ξενιτιά σου. Αυτή, που με τον ιδρώτα σου, έγινε πατρίδα μου.
Μιλώ μόνο μαζί σου για όλα αυτά, γιατί ο παππούς κρύφτηκε στο χώμα, για να νιώσει στην αγκαλιά της γης μια πατρίδα πιο ζεστή από εκείνη που σε έγδαρε, που σε πείνασε, που σε κούρασε, που σε φτώχυνε, που σε δάκρυσε, που σε πλήγωσε. Κι ήταν μακρινή. Ακόμα κι εδώ που είσαι. Είσαι μακριά. Γιατί έμεινες πίσω.
Μια ταλαίπωρη φωτογραφία στέκει στο προσκέφαλό σου χρόνια. Κάθε φορα μου συστήνεις εκείνους που λείπουν. Που δε με γνώρισαν ποτέ. Που δεν έμαθαν τι απέγινες. Κι εσύ τους έχεις πάντα εκεί. Παρόντες. Κι εγώ δε σηκώνω το βλέμμα. Μήπως και με μαλώσουν που δεν έκανα κάτι γι’ αυτούς ή για ‘σένα.
Όλη σου η μνήμη ξεφτισμένα παπούτσια, μαύρα νύχια, γδαρμένες ψυχές. Όλο να λείπουν κομμάτια από κάπου. Από ‘σένα, από τα ρούχα σου, από την οικογένειά σου. Από την ιστορία. Γιατί. Αυτό σε κρατά. Μέχρι να μάθεις.
Καμιά φορά σκέφτομαι πως είσαι μικρή. Σε παίρνω αγκαλιά, σου δίνω καθαρά ρούχα. Κάνεις ένα ζεστό μπάνιο. Πίνεις το γάλα σου ακούγοντας ένα παραμύθι κι ύστερα κοιμάσαι. Ήσυχη. Για πρώτη φορά.
Ξέρω πως είναι κατάρα οι πληγιασμένες σου πατούσες να γίνουν μια μεγαλειώδης προτομή σε μια πλατεία (με περιστέρια, με κουτσουλιές και κακόγουστες εγωκεντρικές γκράφιτι υπογραφές) που θα ξαποσταίνουν συλλαλητήρια μνήμης. Η φωνή σου δεν είναι επετειακή για ‘μένα. Είναι επική. Κι εσύ μια αρχόντισσα του πόνου, μια εργάτρια του χρόνου, που κύλησες τις εποχές τη μια μετά την άλλη μέχρι να φτάσεις να μάθεις και πάλι να αποχωρίζεσαι.
Παππού, άσε τις παραξενιές. Εκεί που είσαι, καθιερώθηκες. Εμείς πώς θα τη βγάλουμε με τις μνήμες που δε βοηθούν καθόλου στο να διορθώσουμε την ιστορία;