Γράφει ο Γ. Βοσκόπουλος / Αναπληρωτή Καθηγητή Ευρωπαϊκών Σπουδών – Τμήμα, Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Μακεδονίας / [email protected]
Η δήλωση του Τ. Ερντογάν δεν αφορά απλά την εισβολή και κατοχή της Κύπρου και τη μη αναγνώριση της νόμιμης ηγεσίας της νήσου. Ουσιαστικά αποτελεί μία πρόκληση για την ΕΕ και τις αξίες που πρεσβεύει αλλά αρνείται να επιβάλλει. Διακωμωδεί το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αφού οι εταίροι μας αρνούνται να το θέσουν ως απαρέγκλιτη προϋπόθεση της όποιας ενταξιακής προοπτικής της Άγκυρας. Αδυνατεί να παράσχει εμπράγματες εγγυήσεις στήριξης της όποιας διεθνούς νομιμότητας και να προασπιστεί το κύρος της Ένωσης ως μίας διττής ένωσης κρατών και λαών, ως μία οργανωτική χωροταξία δικαίου.
Η πρόκληση Ερντογάν θα όφειλε να είχε ενεργοποιήσει την ΕΕ, ενός χώρου δικαιοσύνης και ασφάλειας εντός του οποίου ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου και των αρχών του ΟΗΕ αποτελούν τη Λυδία Λίθο της ειρηνικής συνύπαρξης των ευρωπαϊκών λαών. Η Ευρώπη της ελπίδας των αρχών της δεκαετίας του ’50 μετεξελίσσεται σε ένα θεσμικό οικοδόμημα διαχείρισης ενός διεθνούς εγκλήματος κατά της κρατικής κυριαρχίας, της αναγνωρισμένης οργανωτικής δομής του κρατο-κεντρικού συστήματος. Επιβραβεύει τη χρήση στρατιωτικών μέσων και καθιστά άτυπα κράτος φάντασμα μία χώρα μέλος της, περιθωριοποιώντας κάθε αρχή και αντίληψη αλληλεγγύης. Επιπλέον δεν προστατεύει τα δικαιώματα και δημοκρατικές ελευθερίες των Τουρκοκυπρίων που συνειδητοποιούν ότι ο πολιτικός στραγγαλισμός τους από εποίκους και δοτούς της Άγκυρας αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο επανένωσης της Κύπρου.
Ο Τ. Ερντογάν αποδομεί σταδιακά και σταθερά το φιλο-ευρωπαϊκό και εκσυγχρονιστικό προφίλ του. Τα γεγονότα στο πάρκο Γκέζι ανέδειξαν μία φοβία και ενεργοποίησαν νέο-Κεμαλικά, νέο-Οθωμανικά και όχι φιλοδυτικά αντανακλαστικά. Εκτοτε επαναφέρει αργά και σταθερά την Άγκυρα στον «ορθό» δρόμο του Κεμαλισμού.
Σε αυτό το σημείο τίθεται ένας σοβαρός οντολογικής υφής προβληματισμός για το διεθνές δίκαιο. Στον κόσμο των κρατών το διεθνές δίκαιο στοχεύει να περιορίσει την ανεξέλεγκτη δράση και να παράσχει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο διεθνούς συμπεριφοράς. Ωστόσο η εφαρμογή του είναι επιλεκτική, επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες, ενώ δεν υπάρχουν οι μηχανισμοί επιβολής του. Με απλά λόγια δεν υφίσταται ο Λεβιάθαν.
Μοιάζει με τον ΚΟΚ σε συνθήκες αδυναμίας επιβολής τους. Είναι σαν την λωρίδα έκτακτης ανάγκης σε έναν δρόμο ταχείας κυκλοφορίας. Η χρήση της επιτρέπεται μόνο σε έκτακτες συνθήκες. Πολλοί σέβονται τον ΚΟΚ και δεν την χρησιμοποιούν, όχι όμως όλοι. Σε συνθήκες θεσμικής ανεπάρκειας και ανυπαρξίας μηχανισμών επιβολής κανόνων οι παραβάτες γνωρίζουν ότι οι πιθανότητες τιμωρίας τους είναι λίγες. Το κανονιστικό πλαίσιο οδηγικής συμπεριφοράς έχει τεθεί, ωστόσο η έλλειψη ενός αποτελεσματικού αποτρεπτικού μηχανισμού και άμεσων μέτρων τιμωρίας των παραβατών καθιστά την παρανομία εφικτή και πάνω απ΄ όλα ορθολογική.
Με αυτή τη λογική ο κ. Ερντογάν αγνοεί το διεθνές δίκαιο και την απούσα ΕΕ, γεγονός που αναδεικνύει εμφατικά τη σημασία της ισχύος στις διεθνείς σχέσεις. Σε μία διακρατική έρημο εθνικών συμφερόντων η Ελλάδα δρα επί μακρόν ως μία όαση ιδεαλισμού. Αυτό συνιστά επίκτητη αδυναμία αντικειμενικής αντίληψης του διεθνούς περιβάλλοντος. Ο ακραίος και αιθεροβάμων κοσμοπολιτισμός τμήματος της ελληνικής πολιτικής ελίτ θεμελιώθηκε με βάση την ηθικοδικαιική παρακαταθήκη του Κάντ και τον ρόλο που ο ίδιος προσέδωσε στα ζητήματα ηθικής.
Σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον η εφαρμογή δύο μέτρων και σταθμών σε επίπεδο διεθνούς δικαίου αφορά την ad hoc επιβολή κανόνων που διέπουν τις διακρατικές σχέσεις. Οι κανόνες αυτοί λαμβάνουν τον διεθνή, «οικουμενικό» χαρακτήρα τους, όταν είναι συμβατοί με τις επιλογές ισχυρών παικτών. Αυτό επισημαίνει ο Ken Booth, όταν αναφέρεται στη διεθνή κοινότητα, την οποία θεωρεί ως έναν «όρο-προπαγάνδα». Επιπλέον, εκτιμά ότι για τους περισσότερους ισχυρούς παίκτες ο όρος διεθνής κοινότητα «αποτελεί μία κοινοτοπία που στοχεύει να νομιμοποιήσει μία συγκεκριμένη δράση… αλλά και μία βολική έκφραση, που συχνά αντιπροσωπεύει το διπλωματικό ισοδύναμο της τιμής μεταξύ κλεπτών». Οι ήττες οφείλουν να λειτουργούν ως μία παιδαγωγική διεργασία για κάθε ορθολογική ηγεσία.