Γράφει η Νένα Μυρωνίδου / [email protected]
Αυτό που φοβάμαι να ομολογήσω κάθε φορά που επιστρέφω από κάποια θεατρική παράσταση, είναι αν και κατά πόσο αξίζει να τη δεις. Εδώ όμως, ο συνδυασμός με έβγαλε νοκ άουτ σε αμφιβολίες και παραξενιές χαρακτήρα και επαγγέλματος.
Ανάμεσα στα δέντρα, τη μυρωδιά πεύκου και καλή παρέα ένιωσα το δέος που μου έλειπε για να έχει αυτοσεβασμό και αυτό το καλοκαίρι. Αρχαίο δράμα σε όλο του το μεγαλείο. Με στόμφο που δεν προκαλεί γέλιο, με προκλήσεις σε αυστηρή δοσολογία και νοήματα που χωρούν σε καλοκαιρινό τσαντάκι, φύγαμε με διάθεση ότι κάτι καλό συνέβη αυτό το βράδυ.
Τα εύσημα στον απόλυτο συγχρονισμό ήχου και σώματος. Στην ευγενική διακριτική παρουσία του μουσικού με σάρκα και οτσά επί σκηνής. Στην ενδιαφέρουσα σκηνογραφική προσέγγιση που βάζει σε δοκιμασία τα κορμιά των ερμηνευτών. Στην επιλογή των προσώπων. Εδώ οφείλω να σταθώ στην ομορφιά της απόδοσης περσικής και γυναικείας φιγούρας που ενσάρκωσε ο Άκης Σακελαρίου με περισσή συνέπεια σε μια κινησιολογία που έφτασε ως τα πιο ψηλά διαζώματα.
Το αποτέλεσμα εν γένει μαρτυρούσε σε εμάς που αφουγκραστήκαμε κάθε κόπο, τη μελέτη του μεστού κειμένου ώστε να ψιθυριστούν άρτια τα ηχηρά νοήματά του ακόμα και σε εκείνους που δεν έμαθαν να ακούν τις σιωπές των αρχαίων γραμμών. Όλο αυτό αποκαλύπτει το σεβασμό σε εκείνους που ποθούν να μάθουν από την τέχνη.
Τέλος, το καπέλο βγαίνει με τη διαπίστωση ότι δε φορτωθήκαμε καθόλου φωσκολικές ξεχειλώσεις και τραγικές κραυγές ενώ το γυμνό ήταν σε μερίδα επιδορπίου τόσο ώστε να γευτούμε τη σημασία της έλλειψης στο σύνολο των νοημάτων που θέλει το διδακτικό του πράγματος. Και αυτό φάνηκε από την απόλυτη σιγή και την απουσία οποιουδήποτε κουτσομπολιού στις κερκίδες.
Έτσι κατηφόρισα κι εγώ μαζί με άλλους κουβεντιάζοντας με διάθεση «έπαθα κουλτούρα νυχτιάτικο». Καλοτάξιδη η παράσταση.