
Γράφει η Πηνελόπη Πετράκου
Συχνά, όσοι γράφουν, γράφουν για όσα δε θέλουν να είναι μα τους κυνηγούν ή για όσα θα ήθελαν να είναι. Η λογοτεχνία δεν είναι ένα φανταστικό τοπίο που ομοιάζει στην πραγματικότητα αλλά ένα πραγματικό τοπίο που η αλήθεια του είναι δυσβάσταχτη.
Ποσώς βέβαια ενδιαφέρει τον αναγνώστη ποιος στ’ αλήθεια κρύβεται πίσω από την πένα, αφού η λογοτεχνία δεν εξυπηρετεί κουτσομπολίστικους σκοπούς, αλλά αξιολογείται με γνώμονα την τεχνική και το ύφος. Εφόσον λοιπόν καλλιεργούνται οι λογοτεχνικές αξίες, όλα καλά.
Ωστόσο, συναντάμε κατά καιρούς «θαρραλέους» λογοτέχνες που γράφουν ακριβώς για όσα τούς έχουν πιάσει απ’ το μανίκι. Σαν με εξομολογητική διάθεση, σαν με εκδικητική ενίοτε, αυτό που μάλλον κατορθώνουν είναι να δημιουργήσουν μια κίτρινη λογοτεχνία, εμπορική μεν, αμφιλεγόμενη δε: το πράγμα έχει ρίσκο, διότι μπορεί να βρεθούμε ενώπιον μιας αριστουργηματικής αφήγησης ή βιογραφίας με ιδιαίτερο λογοτεχνικό και φιλοσοφικό ενδιαφέρον, αλλά μπορεί κιόλας να εκπέσουμε κοιτώντας απ’ την κλειδαρότρυπα πράγματα που δε χρειάζεται ή δεν έχει νόημα. Για ευνόητους λόγους, αυτή η κιτρινίλα προβάλλεται με άλλο χρώμα και προσπαθεί να πείσει για την αξία της και το νόημά της.
Η γραφή είναι ξόρκι και καμουφλάζ, δεν αποζητά ψυχαναλυτή ούτε δικαστή ούτε Θεό που συγχωρεί. Ως εκ τούτου, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει πάνω της ένα πέπλο υφασμένο: Ο διάλογος του συγγραφέα με τα σκοτεινά ή πικρά θέματά του είναι υπεράνω διαπραγμάτευσης με το κοινό, έχει σχηματιστεί σε κάτι που λέμε «χαρακτήρας» και πια, μεταμφιέζεται και βγαίνει βόλτα.