Του Κωνσταντίνου Ζέρβα / Αντιδημάρχος Ποιότητας Ζωής δήμου Θεσσαλονίκης / [email protected]
«Είναι καλύτερο να μην αλλάξει τίποτα;», αναρωτιέται η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου σε πρόσφατο άρθρο της, με αφορμή τις εξελίξεις σχετικά με την ΕΡΤ. Και προφανώς σε κάθε ΕΡΤ ή αλλαγή και τομή που προκύπτει κυρίως εξ ανάγκης; Αυτό το ερώτημα αποτυπώνει το πραγματικό δίλημμα στο οποίο καλούμαστε πλέον να απαντούμε καθημερινά όλοι, πρώτα και κύρια ως πολίτες. Τι θέλουμε, τελικά, να αλλάξει από τα πολλά που δυσλειτουργούν στον τόπο μας και με ποιον τρόπο; Θέλουμε ή δε θέλουμε να περάσουμε στην επόμενη μέρα;
Είναι πλέον κοινός τόπος -ακόμη και για όσους έχουν «ανέβει στα κάγκελα»- ότι καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε από τη μια την οικονομική κρίση στην ευρωζώνη με τις συνέπειές της στην Ελλάδα κι από την άλλη τη δομική και θεσμική κρίση στην οποία βρίσκεται η χώρα εδώ και δεκαετίες. Ολοι, πλέον, ομολογούν ότι τελικά δεν ήμασταν μια Πολιτεία που λειτουργούσε καλά και πρωτίστως αποδοτικά. Και όλα αυτά τα ανέδειξε η οικονομική κρίση αλλά και η διαχειριστική επιτήρηση που επιβλήθηκε με τα μνημόνια. Οι αλλεπάλληλες αποκαλύψεις για τη διαφθορά, για τα προνόμια των ολίγων απλώς σηκώνουν το αμαρτωλό χαλί πάνω στο οποίο πατούσε ένα ολόκληρο σύστημα και, σε μεγάλο βαθμό, και η ίδια η κοινωνία.
Ωστόσο, όταν φτάνουμε στο διά ταύτα, στο τι κάνουμε από δω και πέρα, πώς διορθώνουμε τα σφάλματα και πώς δημιουργούμε προοπτικές, είναι εντυπωσιακή η εμμονή στο λάθος. Αντί να πράξουμε τα αυτονόητα, ακολουθούνται παρελκυστικές κυκλικές διαδρομές. Θέλουμε μια ΕΡΤ που να μην είναι όργανο της εκάστοτε κυβέρνησης, αλλά θέλουμε να παραμείνουν όλοι όσοι διορίστηκαν με αδιαφανείς διαδικασίες. Θέλουμε να γίνει το μετρό, αλλά σε κάθε του βήμα στήνουμε ένα εμπόδιο. Θέλουμε να μειωθεί η ανεργία, αλλά αντιστεκόμαστε σθεναρά σε κάθε επένδυση. Θέλουμε να εξυγιανθεί το Δημόσιο, αλλά δε θέλουμε καμία απόλυση υπεράριθμων ή προσληφθέντων αναξιοκρατικά.
Δαπανώνται τόσο πολύς χρόνος, τόσο πολλή ενέργεια, τόσο πολλά χρήματα κάνοντας ατελέσφορη διαβούλευση μπροστά στις αποφάσεις και τις ενέργειες για το αυτονόητο. Χάνεται κάθε έννοια του στόχου συζητώντας και -σχεδόν πάντα διαφωνώντας- για τη διαδικασία. Εσχατο κλισέ επιχειρηματολογίας το αν δικαιούται να προχωρήσει σε αλλαγές ο πολιτικός που τις προτείνει λόγω «βεβαρυμένου παρελθόντος». Τελικά, σ’ αυτόν τόπο, μάλλον κανείς «δε δικαιούται διά να ομιλεί». Ενώ παράλληλα αποδεχόμαστε κραυγές, πορείες και καταλήψεις (άλλες χαριτωμένες και άλλες όχι). Γι’ αυτό που σήμερα αποτελεί αυτονόητη ανάγκη, αύριο οπωσδήποτε θα υπάρχει ένα σύνθημα που το θα αναιρεί! Και είτε πρόκειται για έργα είτε για διοικητικές πράξεις, στην πορεία θα βρεθεί μια διαδικασία δικαστική ή γραφειοκρατική, κάποιο «συμβούλιο», ικανό να παγώσει την προσπάθεια. Και πολλοί θα επιχαίρουν γι’ αυτό!
Δεν είναι τυχαία, λοιπόν, η εμμονή και η επιμονή στο λάθος. Οι θύλακες του συστήματος που διέλυσε τη χώρα παραμένουν ισχυροί. Βολεμένοι, εξαρτημένοι, προνομιούχοι δίνουν αγώνα μέχρις εσχάτων για τη διατήρηση των κεκτημένων, δίπλα στην καθημερινή αγωνία των πολλών για μια αξιοπρεπή διαβίωση, σ’ ένα κράτος δικαίου που θα λειτουργεί προς όφελος του πολίτη.
Τελικά, η γνώση -που πλέον έχει ωριμάσει- του τι πρέπει να γίνει στη χώρα μας μπορεί να μετατραπεί μέσω της πολιτικής βούλησης σε πράξη; Υπάρχουν οι ικανές μεταρρυθμιστικές δυνάμεις οι οποίες θα πράξουν το αυτονόητο και θα παρακάμψουν τα οργανωμένα ανακλαστικά της αδράνειας; Ή η εμμονή στο λάθος είναι η τελευταία συλλογική κουτοπονηριά ενός έθνους σε παρακμή και χωρίς αύριο;