Γράφει η Ζωή Λυσαρίδου
Οι κοινότητες είναι οργανωμένα σύνολα ατόμων που ζουν και κινούνται σε μία συγκεκριμένη περιοχή και δημιουργήθηκαν μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας από την ανάγκη να επιτευχθούν στόχοι που δεν θα μπορούσε η κάθε μονάδα να πετύχει μόνη της.
Η ισχύς εν τη ενώσει δηλαδή. Βέβαια για να λειτουργήσει εύρυθμα μία κοινότητα χρειάζονται κανόνες…
Σε μία κοινότητα που ευημερεί (και ευημερία νοείται η καλή ποιότητα του βιωτικού επιπέδου και ως εκ τούτου δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά κυρίως αφορά στην υγεία, στην παιδεία και στον πολιτισμό), δηλαδή σε μία κοινότητα που η κάθε μονάδα έχει πρόσβαση στα βασικά αγαθά της επιβίωσης, της υγείας και της πνευματικής καλλιέργειας, οι κανόνες που χρειάζεται να επιβληθούν είναι ελάχιστοι.
Αντίθετα, μία κοινότητα που καταρρέει από την φτώχεια – υλική και πνευματική -, μοιραία αποδομείται. Συνεπακόλουθα η κοινωνία χάνει τη συνοχή της και οι μονάδες που την αποτελούν παραμερίζουν την “ισχύ της ένωσης των πολλών”, αφού καλούνται αναγκαστικά να ασχοληθούν με την προσωπική τους επιβίωση.
Για να εξακολουθήσει να λειτουργεί στοιχειωδώς μία υπό κατάρρευση κοινότητα, απαιτείται να επιβληθούν πολύ περισσότεροι και πιο περίπλοκοι κανόνες και φυσικά πολύ περιορισμένη πρόσβαση της κοινωνίας σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση των κανόνων αυτών.
Καταστάσεις που προσομοιάζουν επικίνδυνα με έναν πιο “στρατοκρατικό” τρόπο διοίκησης, όπου περιορίζονται αναγκαστικά τα δικαιώματα ώστε να μην οδηγείται η κοινωνία σε έκρυθμες καταστάσεις.
Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι παράλληλα με την οργανωμένη πολιτεία, λειτουργούν – αθόρυβα στις περιόδους ευημερίας – και άλλες δομές με αναπτυγμένη διοικητική οργάνωση και με μεγάλο βαθμό αυτοτέλειας και αυτόνομης δράσης.
Αυτές είναι ο στρατός και η εκκλησία.
Ο στρατός, έχοντας ανεξάρτητη και συγκροτημένη οργάνωση και πλήρη γεωγραφική κάλυψη, διαθέτει την ετοιμότητα να αναλάβει (δυνητικά) την εναλλακτική λειτουργία ενός διαλυμένου κράτους. Τα παραδείγματα παγκοσμίως πολλά, σύγχρονα και καθόλου μακρινά.
Η εκκλησία – με επίσης διακριτική παρουσία σε περιόδους ευμάρειας – διαθέτει την οργάνωση να περιθάλψει και να αποκαταστήσει την κατεστραμμένη συνοχή σε ένα πλήθος πλέον που έχει εναποθέσει τις ελπίδες του στο Θείο χέρι.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, είναι αξιοπρόσεχτο το πώς ένα κράτος που ευαγγελίζεται ότι λειτουργεί με κοινωνικά κριτήρια, καταλύει μόνο του τους κανόνες (ερμηνεύοντας κάθε φορά κατά το συμφέρον των κρατούντων ακόμη και σαφείς νόμους), υιοθετώντας καθεστωτικές πρακτικές, τις οποίες παράλληλα δεν έχει την ικανότητα να ασκήσει πραγματικά.
Σε μια υπόθεση εργασίας, θα φανταζόταν κανείς ότι – απόντος του κράτους – η δομή που κατεξοχήν διαθέτει αυτήν την ικανότητα (ο στρατός) “πρόθυμα” θα μπορούσε να αναλάβει και την εφαρμογή, τη στιγμή μάλιστα που και στην πολιτική της ηγεσία έχει ανθρώπους αντίστοιχων πεποιθήσεων, και με την επίφαση της διατήρησης της εσωτερικής “ειρήνης” και σταθερότητας.
Την ίδια στιγμή το εν λόγω κράτος, επιδιώκει διακαώς να λύσει κάθε δεσμό με την εκκλησία, μη κατανοώντας (ή ακόμη χειρότερα, γνωρίζοντας) την επιπρόσθετη αναταραχή που δημιουργεί στην κοινωνία, εισάγοντας ακόμη έναν παράγοντα απορρύθμισης. Και παραβλέποντας (αφελώς) αυτό που ιστορικά αποδεικνύεται, ότι οι κοινωνίες που βίωσαν/βιώνουν τέτοιες συνθήκες στρέφονται με ακόμη μεγαλύτερη θέρμη στη θρησκεία.
Το ελληνικό κράτος είναι ακόμη πολύ νέο.
Αντίθετα το ελληνικό έθνος έχει διατηρηθεί ανά τους αιώνες ακόμη και μέσα από βίαιες μεταβολές, κρατώντας την γλώσσα και τις παραδόσεις του εδώ και χιλιάδες χρόνια και οριζόμενο κυρίως από αυτές. Στα νεότερα δε χρόνια του – ακόμη και στην περίοδο του εμφυλίου – βασικός πυλώνας της προσπάθειας διατήρησης της συνοχής του ελληνικού έθνους υπήρξε η δομή της εκκλησίας.
Με τη σημερινή τακτική που ακολουθείται, φαίνεται ότι γίνονται προσπάθειες να αλλοιωθούν ή/και να καταργηθούν τα στοιχεία που μέχρι σήμερα διατηρούν ιστορικά τη συνοχή του ελληνικού έθνους, σε μία κοινωνία, μάλιστα, που καθόλου δεν ευημερεί.
Η “πρόοδος” της απλοποίησης της γλώσσας, της κατάργησης συνόρων και ορίων και του βίαιου διαζυγίου κράτους-εκκλησίας, δεν εξυπηρετεί στην παρούσα συγκυρία παρά μόνον αφαιρεί επιπλέον ερείσματα από την ήδη δοκιμαζόμενη κοινωνία των ανθρώπων.
Γενιές και γενιές κατηχηθήκαμε… δεν γίναμε όλοι σταυροφόροι.