Γράφει η Έφη Τσαμπάζη
Η ανάσα του ηθοποιού φτάνει δίπλα σου, οσμίζεσαι την οργή του, οι φωνές του σε συγκλονίζουν, δακρύζεις σε ένα βίαιο θάνατο, συμμετέχεις στην εύφορη στιγμή του, γελάς, κλαις! Μια καλή παράσταση σε ακολουθεί, δεν σε αφήνει εύκολα να ησυχάσεις. Και πώς να γίνει αυτό, όταν μέσα από αυτήν πηγάζουν χιλιάδες μηνύματα; Βρίσκεις τα κοινά σου σημεία, ιστορικές αναφορές, το μυαλό σου ταξιδεύει σε τόπους και χρόνους που ίσως και ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν είχε σκεφτεί. Το θέατρο είναι μαγεία! Ένα ζωντανό πράγμα που όσο το αγαπάς ως θεατής τόσο σε απορροφά, σε παιδεύει, σε εκπαιδεύει, σε ολοκληρώνει, σε κάνει πιο σοφό, πιο έξυπνο, ανοίγει τους ορίζοντές σου.

Ένα επαγγελματικό ραντεβού με έκανε να καθυστερήσω στην πρεμιέρα του «Δον Κιχώτη» του ΚΘΒΕ. Μπήκα την τελευταία στιγμή στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών… Πολύ κουρασμένη και αγχωμένη με χιλιάδες πράγματα και υποχρεώσεις να «στριμώχνονται» στο μυαλό μου. Το… μαγικό ραβδάκι όμως του Μπουλγκάκοφ που με απεριόριστη μαεστρία κίνησε ο Γιάννης Λεοντάρης, μέσα σε λίγα μόλις λεπτά, έκανε το θαύμα του. Ταυτίστηκα σχεδόν αμέσως με τον ρομαντικό, ιδεαλιστή Δον Κιχώτη και κατανόησα τα άγχη, το φόβο, την άγνοια αλλά και τη «μεγαλομανία» του τρομερού Σάντσο. Δικαιοσύνη, ιδανικό, όνειρο. Έννοιες και ανάγκες τόσο απαραίτητες σήμερα! Μπορεί να ζούμε σε μια δημοκρατία αλλά αναρωτιέμαι: έχει εξαλειφθεί κάθε μορφή βίας; Η φράση που πραγματικά με στοίχειωσε και με βασάνισε ανήκει φυσικά στον Δον Κιχώτη, (εξαιρετικός ο Γιώργος Καύκας): «Παντού υπάρχει το κακό… αλλά δεν υπάρχει χειρότερο κακό από το να είσαι αιχμάλωτος, Σάντσο». Σκέψεις, ιδέες, αντιλήψεις, επιθυμίες, περηφάνια για την καταγωγή μας, τη γλώσσα μας, τη νοοτροπία μας, καμάρι για την οικογένειά μας, συγκίνηση για τα παιδιά μας. Πως «αιχμαλωτίζονται» όλα αυτά. Αιχμαλωτίζονται εύκολα από αυτούς που στέκονται μόνο στην επιφάνεια που είναι ικανοί να πατήσουν επί πτωμάτων για μια προαγωγή. Άνθρωποι που έχουν χάσει τα ιδανικά, που ξεπουλούν τις οικογένειές τους, τις αξίες τους, τόσο εύκολα, τόσο απαίδευτα, που δεν νοιάζονται τι γίνεται μισό μέτρο έξω από το ακριβό χαλί της εξώπορτάς τους. Είναι όμως και η άλλη πλευρά. Αυτοί που όσο και να ασκήσεις πάνω τους σωματική ή λεκτική βία δεν σταματούν να αποπνέουν μια περηφάνια. Όσο και να μπίγεις, με χιλιάδες τρόπους το μαχαίρι στο λαιμό για να τους υποτάξεις, ορθώνουν ανάστημα.

Η ζωή ενός μετανάστη καταστράφηκε… κατά λάθος στο καταπληκτικό «Party Time» του Πίντερ που ανεβάζει σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα ο Γιώργος Κιμούλης. Μια παράσταση γροθιά στο στομάχι. Αυτό που με… ενόχλησε είναι ότι η βία που περιγράφει το κείμενο είναι στην καθημερινότητά μας. Ο θύτης επαρμένος από την εξουσία δεν σκέφτεται ούτε μια στιγμή ότι θα μπορούσε αύριο να βρεθεί στη θέση του θύματός του. Αυτή είναι η αλαζονεία που ενδεχομένως έχει ο καθένας μέσα του. Η συγκεκριμένη παράσταση κρύβει τόσο «πλούτο», τόσες εικόνες, παραλληλισμούς που έμεινα άφωνη. Και όταν αναφέρομαι στην εξουσία δεν μιλάω μόνο για την πολιτική. Εξουσία έχει και ένας ερωτικός σύντροφος, ο προϊστάμενος στη δουλειά μας, ο γιατρός, ο δημοσιογράφος, ο τραπεζικός υπάλληλος, ο δημόσιος υπάλληλος. Το θέμα είναι πως διαχειρίζεσαι τη συγκεκριμένη δύναμη. Φασίστες υπάρχουν παντού και σε όλους τους πολιτικούς χώρους. Φασίστας είναι χαρακτήρας. Ο «αστυνομικός» του έργου μοναχικός, ιδιότροπος, φαίνεται να σκύβει το κεφάλι στους ανωτέρους και να περιμένει ένα «πεθαμένο μπράβο» για επιβράβευση που παίρνει τόσο βάναυσα τις ζωές των άλλων. «Υποτάσσεται», τόσο ξεδιάντροπα, στους τίτλους και τα αξιώματα αλλά όπως όλοι οι άνθρωποι έτσι και αυτός έχει το αδύναμο σημείο του.
Όταν έφυγα από το Δημοτικό Θέατρο «Μελίνα Μερκούρη», στην Καλαμαριά το οποίο ήταν ασφυκτικά γεμάτο, είχα χιλιάδες σκέψεις και απορίες που μου γεννήθηκαν από την παράσταση. Το τέλος εντελώς αινιγματικό. Δεν θέλησα να το ερμηνεύσω. Θεωρώ ότι ο καθένας δίνει τη δική του απάντηση ανάλογα από τα βιώματά του. Μπορεί πάλι και να κάνω λάθος…. Μπορεί και κάτι να μου ξέφυγε και να μην το κατάλαβα. Αλλά όπως είπε ο Βρετανός ποιητής T. S. Eliot: «Ένα θεατρικό έργο πρέπει να σου δίνει να σκεφθείς κάτι. Όταν βλέπω ένα έργο και το καταλαβαίνω με τη πρώτη, τότε ξέρω ότι δεν είναι και πολύ καλό».