ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΑΝΕΙΚΑ Γράφει η Άντζελα Ζιούτη / συγγραφέας / [email protected]
Στην αρχή ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές και αφού εργάστηκε για περίπου δύο χρόνια σε πολυεθνική εταιρεία στο Λονδίνο, δεν άργησε να έρθει η επόμενη επαγγελματική πρόταση – πρόκληση: να αναλάβει τη θέση του γενικού διευθυντή για την εγκατάσταση, ίδρυση και ανάπτυξη αυτή τη φορά στη χώρα του, πολυεθνικής εταιρείας που δραστηριοποιείται στα βιολογικά προϊόντα.
Το να κατακτήσει την κορυφή, ήταν πάντα ο στόχος του. Αυτό που είναι ο κρυφός πόθος για τους περισσότερους εργαζομένους, για αυτόν θα ήταν απλά το τέλος της διαδρομής του. Μιας διαδρομής που απαιτούσε υπομονή, επιμονή και ατελείωτες ώρες στο στενόμακρο γραφείο. Με κάθε του βήμα να γίνεται με συνέπεια και προσπάθεια, γνώσεις και προγραμματισμό. Η καρέκλα του διευθυντή ήταν μία ψηλή χιονισμένη και απόκρυμνη κορφή. Που όλοι τη βλέπουν από μακριά, αλλά ελάχιστοι μπορούν να την προσεγγίσουν. Οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται. Σκέφτονται: «Μα μπορώ να φτάσω, εγώ τόσο ψηλά;». Τους έχουν μάθει, πως ανεβαίνοντας ανάμεσα από τα ατέλειωτα ελατοδάση θα μπερδευτούν και θα χάσουν το μονοπάτι, και μετά το αναπάντεχο. Θα πεταχτεί μπροστά τους το αγρίμι και αυτοί εκεί μέσα στην ερημιά θα τρομάξουν. Ακόμη και αν κάνουν χωνί τα χέρια και φωνάξουν δυνατά, δε θα τους ακούσει κανείς. Η ηχώ της φωνής τους θα γίνει ένα με τα νερά, που κατεβαίνουν απότομα από απόκρημνα φαράγγια, σχηματίζοντας καταρράκτες. Θα συνεχίσουν να βαδίζουν, όμως μη τους βρει η νύχτα. Σκαρφαλώνοντας πάνω σε βράχια που προεξέχουν στις πλαγιές, θα γυρεύουν μία καθαρή πηγή για λίγο να ξαποστάσουν.
Θα προσπαθήσουν να ανεβούνε ψηλότερα, αλλά το παγωμένο χιόνι θα τους σταματάει. Μόνο εγκαταλελειμμένα χωριά και η κορυφή πουθενά. Θα πέφτουν πάνω στα κοπάδια και πάλι θα βγαίνουν σε λάκκους κοιτώντας κάπου – κάπου τα κόκκινα σημάδια κάποιου καλού ορειβάτη, που ίσως αυτός να έφτασε κιόλας στην κορυφή.
Αυτοί όμως φοβούνται να βαδίσουν προς τα εκεί. Θυμούνται πως κάποτε προσπαθώντας κάποιοι να ανέβουν χάθηκαν, παρασυρμένοι από μία χιονοστιβάδα. Καλύτερα έτσι. Να γυρίσουν πίσω και να ανταμώσουν τη δημοσιά, συνεχίζοντας αριστερά στην απότομη κατηφόρα μέσα από τα έλατα και να βγουν ξανά στο ξέφωτο. Μετά ξεθαρρεμένοι να κάτσουν σε μια ράχη κοιτώντας με ασφάλεια από χαμηλά τις οροσειρές με τα βρύα και τις λειχήνες να ακουμπάνε στις λασπωμένες μπότες τους. Την κορυφή, τελικά δεν θα μπορέσουν να την κατακτήσουν. Διότι, πρώτα πρέπει να «κατακτήσουν» τον εαυτό τους και τους φόβους τους.