Γράφει ο Γιώργος Φραδελάκης / [email protected]
Είναι ίδιον του Έλληνα και ριζωμένο για τα καλά στο… πετσί του, να επιζητάει αυτό που ποτέ δεν έχει και συνεχώς να απαξιώνει αυτά που βρίσκονται στα χέρια του. Το να «μουρμουράμε» λοιπόν επί χρόνια για την έλλειψη νεαρών και κυρίως Ελλήνων παικτών στο ελληνικό ποδόσφαιρο και… ανέλπιστα να βλέπουμε από την μία μέρα στην άλλη να έρχονται τα πάνω κάτω, συνεχίζοντας εμείς στο ίδιο μοτίβο μεμψιμοιρίας, μόνο βοήθεια δεν μπορεί να δοθεί σε αυτό τον… άμοιρο χώρο.
Το… γαϊτανάκι του ότι κάθε τυχάρπαστο «παικτάκι» -όπως τα χαρακτήριζαν πολλοί- που προτείνουν οι μανατζαραίοι για την κονόμα την δική τους αλλά και κάποιων παραγόντων, σιγά-σιγά εξαλείφεται και όπως όλα δείχνουν, δεν θα αργήσει η στιγμή που θα κοπεί «μαχαίρι». Το ταμείον εξάλλου είναι μείον εδώ και καιρό και παρ’ ό,τι πολλοί το γνώριζαν αυτό, συνέχιζαν την ίδια στιγμή να… σφυρίζουν αδιάφορα, πράττοντας επικίνδυνα απερίσκεπτα.
Ποια η λύση; Την έδειξαν με τον πλέον περίτρανο τρόπο οι πρόεδροι των ομάδων της Σούπερ Λιγκ, το καλοκαίρι που μας πέρασε. Έλληνες, φθηνοί (απαραίτητο συστατικό στοιχείο) και ελπιδοφόροι παίκτες, που έχουν όλο το μέλλον μπροστά τους για να δουλέψουν και να αναδειχτούν στους πρωταγωνιστές των επόμενων χρόνων. Απλά δουλειά θέλουν αυτά τα παιδιά, το ταλέντο εξάλλου είναι δεδομένο (πού καλύτερη απόδειξη από την παρουσία της Εθνικής Νέων στον τελικό του Euro) και είναι στο χέρι παραγόντων και προπονητών να τους ρίξουν με τον «κατάλληλο» τρόπο στα βαθιά, να τους δώσουν τα «μπρατσάκια» που δεδομένα θα χρειαστούν στην αρχή για να κολυμπήσουν και από εκεί και πέρα, όλα τα άλλα θα έρθουν μόνα τους.
Μιλάμε εξάλλου για ένα πρωτάθλημα, που την φετινή σεζόν ο μέσος όρος ηλικίας των παικτών του στις 16 ομάδες που συμμετέχουν, θα είναι κάτι λιγότερο από τα 25 χρόνια (24,8). Την ίδια στιγμή αυτό το νούμερο για την περσινή σεζόν, ήταν κατά δύο και κάτι χρόνια μεγαλύτερο, ενώ προηγουμένως ακόμα πιο αυξημένο. Είδαμε ομάδες που μέσα σε λίγους μόνο μήνες έριξαν τους μέσους όρους τους περισσότερο από πέντε χρόνια («πρωταθλητής» ο ΟΦΗ που κατέβηκε 6,2 χρόνια!) και φυσικά η πλειονότητα των νεαρών παικτών που είτε απέκτησαν, είτε προώθησαν από τα τμήματα υποδομής τους, ήταν Έλληνες.
Υποψήφια μελλοντικά μέλη της Εθνικής ομάδας που ζητούν απλά την ευκαιρία, την οποία κάποιοι άλλοι συνάδελφοί τους παίρνουν, απλά και μόνο με το αναγραφόμενο στο διαβατήριό τους, μέρος καταγωγής, και παράλληλα το «εισιτήριο» για τις «μεγάλες» ομάδες της Σούπερ Λιγκ, χωρίς να είναι –σε πλείστες όσες περιπτώσεις- καλύτεροι από αυτούς. Να λοιπόν η ευκαιρία… Έστω και ελέω τρόικας και οικονομικής συγκυρίας, τα παιδιά αυτά έρχονται στο προσκήνιο, για να λάβουν πλέον ρόλο πρωταγωνιστή και να δείξουν ότι δεν αξίζουν της απαξίωσης της οποίας τυγχάνουν εδώ και καιρό.
Ναι, σίγουρα το να είχε μείνει στο ελληνικό πρωτάθλημα ένας Μέλμπεργκ, ένας Σκόκο, ένας Σισέ, ένας Μιραλάς ή ένας Ζιλμπέρτο Σίλβα, θα υπήρχε ένα ιδιαίτερο χρώμα. Προσωπικά πάντως δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί δεν είναι ελκυστικό το να βλέπεις 20χρονα παιδιά, για τα οποίο σημειωτέον ρίχναμε επί χρόνια βολές κατά πάντων σχετικά με τον παραγκωνισμό τους, να παίρνουν φανέλα βασικού σε ομάδες όπως η ΑΕΚ ή ο Παναθηναϊκός.
Αν κάποιος βλέπει κάποια καλύτερη ευκαιρία για το ελληνικό ποδόσφαιρο από αυτή που παρουσιάζεται τώρα αλλά και στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, ας την παραθέσει. Ωστόσο πλέον καλούμαστε να συμβιβαστούμε στα δεδομένα που υπάρχουν και τα οποία μας «αναγκάζουν» να ζήσουμε στην εποχή των… μικρών. Μόνο κακό μπορούμε να κάνουμε σε αυτά τα παιδιά αν τα πάρουμε εξ αρχής με… κακό μάτι, αφού μάλλον αξίζουν κάτι περισσότερο από την απαξίωση και την αδιαφορία μας…