
Γράφει ο Πέτρος Λεμονίδης / [email protected]
Αυτό είναι το καλοκαίρι μας. Τελειώνει σχεδόν και ο Ιούνης. Αν και ήταν δύσκολο να διώξουμε το χειμώνα, επιτέλους τα καταφέραμε. Αντιστεκόταν ο άτιμος και μάλιστα σθεναρά. Εκτός του ότι έπαιξε επιθετικά όλο το διάστημα που του αναλογούσε με πολύ χιόνι, παγωνιά και κρύο- χρόνια είχαμε να αντιμετωπίσουμε τόσο βαρύ χειμώνα, άρχισε να μας κάνει τσιριμόνιες και κατά την αλλαγή σκυτάλης. Λες και έκανε πλύση εγκεφάλου στην άνοιξη κάθε φορά που την επισκεπτόταν. Ποτέ δε με άδεια χέρια. Μα μια βροχούλα κάθε βράδυ, μια ψυχρούλα, ένα κάτι το κουβαλούσε. Φαντάζομαι πως πολλοί ήδη θα έχετε πεθυμήσει αυτές τις κρύες στιγμές αλλά μην πέφτετε στην παγίδα. Κρατήστε χαρακτήρα!
Ξεκουμπίστηκε για τα καλά, μέχρι του χρόνου βέβαια. Και στη θέση του τώρα κάθεται το γνωστό και αγαπημένο μας καλοκαιράκι. Το πόσο χαίρομαι, δε φαντάζεστε. Αυτός ο παρατεταμένος και επιθετικός χειμώνας μας κατέβαλε αρκετά. Και είναι και εποχές που είμαστε αρκετά ευάλωτοι. Φοβόμαστε για το ευρώ, φοβόμαστε και για τον καιρό.
Σε αυτές τις καλές ζέστες της Θεσσαλονίκης λοιπόν, όπου η υγρασία την κάνει τη δουλειά της, αλλάζουμε πολλά. Το πώς ντυνόμαστε, το τι τρώμε και πίνουμε, ακόμη και το πώς αναπνέουμε. Κατά τη διάρκεια της ημέρας αναπνέουμε κοφτά. Μικρές ανάσες, γρήγορες, μανιακές ενίοτε. Όλα όσα είναι να γίνουν σε εξωτερικό χώρο πρέπει να γίνουν γρήγορα. Να μη στριμωχτούμε με πολλούς στο λεωφορείο. Να μην πάμε μακριά. Να κάνουμε ό,τι δουλειές έχουμε πολύ νωρίς το πρωί ή να τις αναβάλουμε για μέρες πιο δροσερές. Να αποφύγουμε το κέντρο. Αν τύχει και δεν καταφέρουμε να ξεφύγουμε από τα προηγούμενα, να βάλουμε οπωσδήποτε κλιματισμό και να κάνουμε τακτικά διαλείμματα για να πιούμε κάτι δροσερό.
Όλα αυτά μέχρι το λιόγερμα. Μετά ξυπνάμε. Η δροσιά πολλαπλασιάζει τις δυνάμεις μας. Αρχίζουν λοιπόν να ανοίγουν τα παντζούρια και να ανεβαίνουν οι τέντες. Οι ανοιχτές πόρτες διαχέουν τους ήχους της τηλεόρασης και όλη η γειτονιά ακούει το τούρκικο σήριαλ που παρακολουθεί η γιαγιά στον πρώτο (Είναι σαν το ανέκδοτο : η γιαγιά μου βλέπει τη «Λάμψη». Όλοι οι υπόλοιποι στο σπίτι την ακούμε!). Τα μπαλκόνια αποκτούν κινητικότητα και οι ρυθμοί επανέρχονται στους φυσιολογικούς. Το ίδιο και οι ανάσες. Μεγάλες ανάσες, μακρόσυρτες. Άνθρωποι που επιζητούν να αναπνεύσουν τη δροσιά. Κάποιοι δε, βάζουν μπρος τα σχέδια για να αδράξουν τη νύχτα. Να βγούνε μια βόλτα έξω, να περπατήσουν, να φάνε, να πιούνε, να κάνουν όσα δε τους επέτρεψε η μέρα. Να εξαργυρώσουν με τον καλύτερο τρόπο τις ώρες που απέμειναν μέχρι να επανακάμψει η έντονη ζέστη.
Αυτό το διαρκές παιχνίδι της «αμπάριζας» ενάντια στον καιρό μου αρέσει πολύ. Μαζεύουμε όλες τις δυνάμεις μας και τις εκμεταλλευόμαστε, όταν μας το επιτρέπουν οι συνθήκες. Πρόκειται για ένα παιχνίδι γνωστό, που η αξία του εδραιώθηκε μέσα μας από τον καιρό που ήμαστε ακόμη παιδιά, μέσω των παιδικών μας αναμνήσεων.
Κάποιοι ωστόσο γκρινιάζουν και λένε πως δεν τους αρέσει.
Αυτό το παιχνίδι όμως έχει κανόνες. Όσο μονότονο και αν το βρίσκω, δεν παύω να το εκτιμώ. Σιχαίνομαι τα παιχνίδια που δεν έχουν κανόνες. Ένα παιχνίδι δίχως κανόνες, κατ’ εμέ, δεν είναι παιχνίδι. Δεν μπορεί να βγάλει ούτε νικητή ούτε ηττημένο. Δεν μπορεί να σε κάνει να καταλάβεις τι έκανες λάθος, να το βελτιστοποιήσεις και την επόμενη φορά να έχεις περισσότερες πιθανότητες να κερδίσεις. Γι αυτό σιχαίνομαι και αυτή την περίοδο με τα «παιχνιδάκια» ολονών. Καθένας παίζει μόνος του το δικό του διαφορετικό παιχνίδι και δη χωρίς κανόνες. Εδώ γκρινιάζω εγώ και λέω πως δε μου αρέσει. Λέω δε θέλω να παίξω, μα πριν να προλάβω, είμαι ήδη εντός του παιχνιδιού. Και τώρα τι κάνω; Και τώρα τρέχω, όπως όλοι άλλωστε, μέχρι να φανεί η φωτεινή ένδειξη του Game Over …