
Γράφει η Ξένια Θρασυβουλίδου
Το δελτίο καιρού το είχε πει καθαρά. «…Αναμένεται επιδείνωση του καιρού τις επόμενες ώρες. Χιονοπτώσεις σε όλη τη χώρα…».
Οι πρώτες νιφάδες άρχισαν να πέφτουν και η Δανάη έτρεξε προς το παράθυρο. «Άγγελε, έλα να δεις! Χιονίζει!». Η χαρά της ήταν τόσο μεγάλη, κάθε φορά που έβλεπε το χιόνι να πέφτει. Και τώρα έριχνε για τα καλά.
Αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι μπροστά από το παράθυρο, κουλουριασμένοι κάτω από τη ζεστή κουβέρτα. Μετά από λίγες ώρες, όταν άνοιξαν τα μάτια τους, αυτό που αντίκρισαν δεν θύμιζε καθόλου τη συνηθισμένη θέα του παραθύρου τους. Όλα ήταν λευκά. Στις σκεπές των σπιτιών, στο δρόμο, στα πεζοδρόμια, στο πάρκο που βρισκόταν απέναντι, στη μικρή αυλή τους. Η Δανάη σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται. Ο Άγγελος την ακολούθησε. Ήξερε πολύ καλά τι ακριβώς ήθελε η αγαπημένη του. Δεν χρειαζόταν καν να το πει, ένα της βλέμμα αρκούσε, για να καταλάβει αυτό που σκεφτόταν. Την ήξερε τόσο καλά, τόσα χρόνια τώρα.
Μετά από λίγα λεπτά βρέθηκαν να περπατούν στους δρόμους της μικρής τους πόλης και να κατευθύνονται προς το δασάκι ψηλά στον λόφο. Δεν μιλούσαν, απολάμβαναν το τοπίο γύρω τους. Παιδιά εδώ κι εκεί έτρεχαν και έπαιζαν χιονοπόλεμο. Έσκυψε και έκανε μια μικρή μπάλα από φρέσκο χιόνι. Έκανε κι εκείνος το ίδιο. Το σύνθημα δόθηκε και η μάχη ξεκίνησε. Η μία μπάλα έπεφτε μετά την άλλη. Άλλες έβρισκαν τον στόχο τους και άλλες όχι. Μία, μάλιστα, πέτυχε έναν κύριο που περνούσε από πίσω και χαμογέλασε με την ανεμελιά του παιχνιδιού τους. Το διασκέδαζαν με την ψυχή τους. Και οι δύο, ίσως εκείνη περισσότερο από αυτόν…
Τα μαλλιά τους είχαν γεμίσει με χιόνι, τα ρούχα τους είχαν βραχεί, τα δάχτυλα των χεριών όμως συνέχιζαν να σχηματίζουν χιονόμπαλες και να τις πετούν. Το κρύο ήταν έντονο, αλλά εκείνοι δεν το ένιωθαν. Έτρεχαν, φώναζαν, γελούσαν… έκαναν όπως τα μικρά παιδιά κάθε φορά που βλέπουν χιόνι… Οι ώρες περνούσαν και αυτοί δεν ήθελαν να γυρίσουν σπίτι.
Το φως της ημέρας έφυγε, αλλά ήταν ακόμη εκεί. Δεν ήθελαν να φύγουν. Ήξεραν ότι δεν θα κρατήσει για πολύ. Μπορεί την επόμενη ημέρα να έβρεχε και να έλιωνε. Μπορεί και όχι. Αυτές οι στιγμές ευτυχίας, ξενοιασιάς που είχαν μπροστά τους ίσως δεν κρατούσαν για πολύ, ίσως έλιωναν όπως το χιόνι. Έμειναν λοιπόν εκεί, να τις χαρούν και να τις ζήσουν. Μέχρι να λιώσει το χιόνι…