Γράφει η Αλεξ Πολιτάκη / [email protected]
Όταν πριν από 1,5 περίπου χρόνο επισκέφτηκα την κλινική μικρών ζώων του ΑΠΘ για μια χειρουργική επέμβαση στο μικρό μου ζώο, αλλά και τις επόμενες φορές που χρειάστηκε να πάω, είχα πραγματικά εντυπωσιαστεί. Πολύβουη, γεμάτη κινητικότητα, με γιατρούς και ειδικευόμενους να πηγαινοέρχονται με φούρια φορώντας τις χρωματιστές ρόμπες τους και φωνές ζώων να καλύπτουν όμορφα το χώρο. Όταν πήγα λίγες μέρες πριν, τα πράγματα είχαν αλλάξει ολοκληρωτικά.
Μια ησυχία επικρατούσε παντού. Οι εξωτερικοί διάδρομοι ήταν άδειοι και οι γιατροί στα γραφεία τους. Καμία φούρια, καμία κίνηση, σχεδόν κανένας ήχος. Τόση ησυχία που για πρώτη φορά μπόρεσα να ακούσω να χαμηλά, πονεμένα χλιμιντρίσματα των αλόγων, χωρίς να τα σκεπάζουν νιαουρίσματα και γαυγίσματα. Περπατούσα απορημένη και με έναν τρόπο μαζεμένη, αλλά οπωσδήποτε περίεγη. Η απάντηση ήρθε μετά από μια μικρή κουβέντα με έναν γιατρό – καθηγητή στο ΑΠΘ. “Όχι, τα ζώα δε σταμάτησαν να αρρωσταίνουν, ούτε σταμάτησαν τα σοβαρά περιστατικά που χρειάζονται χειρουργική ή άλλου είδους δραστική επέμβαση, απλά οι ιδιοκτήτες πια δεν έχουν τα χρήματα. Έρχονται, κάνουμε τη διάγνωση και μετά δε ξαναέρχονται για τα χειρουργείο. Δε ξέρω καν αν φεύγοντας από δω αγοράζουν τα φάρμακα”, μου είπε. Κούνησα το κεφάλι μου κατανοώντας απόλυτα και τότε και μόνο τότε πρόσεξα αυτή τη λεπτή γραμμή θλίψης στο βλέμμα του. “Άσχημα, ε?” του είπα. “Ναι, μου απάντησε”, χαμηλόφωνα κι εκείνος. “Κι εσείς, πως πάτε εσείς?” “Δύσκολα, όπως όλοι, πολλές οι περικοπές, λίγα τα χρήματα, δύσκολα να ζήσεις”, απάντησε επιγραμματικά.
Προγραμματίσαμε το χειρουργείο και έφυγα σφίγγοντας πάνω μου το μικρό μου ζώο. Όλα θα πάνε καλά, του ψιθυρίζω. Αλλά δε ξέρω για πόσο ακόμη.