Γράφει η Έλενα Αρτζανίδου / συγγραφέας – εκπαιδευτικός
Μου αρέσει όταν δε δουλεύω και δε λείπω από την πόλη να περπατώ στο Κέντρο της πόλης. Συνηθίζω να παίρνω δυο στάσεις το αστικό και μετά να περπατώ από τα Μουσεία μέχρι τη Βενιζέλου και από εκεί επιστρέφω στο σημείο που με περιμένουν. Σε όλη τη διαδρομή οι ματιές μου είναι ψηλά προς τα κτίρια που απέμειναν από το χθες ενώ προσπαθώ να ανακαλύψω τη λεπτομέρεια που δεν έτυχε να προσέξω ή πάλι να ακούω τους περαστικούς και άλλοτε να τους προσέχω.
Έτσι και λίγες μέρες μετά το Πάσχα περπατούσα κατά μήκος της Τσιμισκή. Το ραντεβού μου με περίμενε στο Βιβλιοπωλείο Κωνσταντινίδη επί της Μητροπόλεως για αυτό και φτάνοντας στη Ναυαρίνου πέρασα απέναντι. Ξαφνικά ο ήχος της με σταμάτησε.
Μια λατέρνα στα χέρια του λατερνατζή έβγαζε το δικό της σπαστό, μουσικό ήχο. Παρέμεινα για λίγο θέλοντας να ακούσω.
«Δυστυχώς η λατέρνα μοιάζει να μην έχει πολλές δυνατότητες ή μπορεί ο ιδιοκτήτης της να μην ξέρει να την χειριστεί», σκέφτηκα.
Πλησίασα περισσότερο και σταμάτησα κοντά του. Άφησα ένα μικρό φιλοδώρημα και τότε ήταν που πρόσεξα το σκαμμένο, κουρασμένο πρόσωπό του.
-Να σε καλά, θα πάρω, τουλάχιστον, ένα ψωμί, μου είπε και χαμήλωσα το κεφάλι.
Νομίζω πως ντράπηκα. Όχι για το γλυκό κύριο, παρά για μένα. Για το ότι δεν μπορούσα να κάνω κάτι περισσότερο.
Αμήχανα του χαμογέλασα και απομακρύνθηκα με σκυμμένο για λίγο το κεφάλι. Όταν το σήκωσα τη ματιά μου άρπαξαν ο χιονισμένος, στο βάθος Όλυμπος και το κομμάτι του Θερμαϊκού. Αμέσως ένιωσα καλύτερα. Οι δυο τους με συνέφεραν από τη βαριά διάθεσή.
Η λατέρνα πίσω μου συνέχισε το μονότονο ήχο της. Βραχνή και κουρασμένη, ωστόσο ήταν εδώ, ανάμεσα μας για να μας θυμίζει και να ζητά την προσοχή μας.