Να τη θυμάσαι , μου ΄λεγε, να τη λες στα παιδιά σου κι αυτά να τη λένε στα δικά τους… κάθε χρόνο στις 27 Οκτωβρίου…
…Ήταν Σεπτέμβρης του ΄43 , θαρρώ 24 του μήνα , απόγευμα κι είχαμε μόλις γυρίσει από τον τρύγο. Στα Λιάτικα ήμασταν όλη μέρα. Κουρασμένοι κι η μάνα μας έλεγε πως είχε ένα βάρος που της πλάκωνε την ψυχή. Δεν είχαμε προλάβει να πλυθούμε όταν από το μακρύ σοκάκι ακούστηκαν ρυθμικά βήματα και ένας δυνατός χτύπος από το σπάσιμο της πόρτα μας, μας τράνταξε όλους. Ήταν γερμανοί στρατιώτες. Ανέβαιναν τα σκαλοπάτια γρήγορα και μπήκαν μέσα. Έψαχναν τον πατέρα μου κι άρχισαν να ρωτούν που ήταν. Τους είπα με σπασμένα γερμανικά πως είχε πάει στην Κομαντατούρ στο φρουραρχείο δηλαδή, να δώσει « το παρών » γιατί ήταν Παρασκευή βράδυ κι έτσι έπρεπε. Ένας απ΄ αυτούς έφυγε να δώσει την πληροφορία, οι υπόλοιποι έκανα το σπίτι αγνώριστο. Δυο – τρεις ώρες μείναμε κι έπαιρναν μαζί τους ότι καλό έβρισκαν στο σπίτι. Σύντομα ήρθε ένας δικός τους και τους είπε πως τον βρήκαν και τον συνέλαβαν. Το βράδυ ήρθαν πολλοί ,11 νοματαίοι με σήματα-πέταλα πάνω τους , έψαχναν συνέχεια ,στις αποθήκες, στο κελάρι, στο πλυσταριό ,στα στρώματα , τίποτα δεν έμεινε στη θέση του. Όμως και τίποτα δεν βρήκαν. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα έφυγαν. Η αδελφή μου , η μάννα κι εγώ , παλληκάρι 14 χρονών τότε , άσπροι σαν τον τοίχο από τον φόβο και την αγωνία μας στεκόμασταν ώρα πολλή ακόμη ,αμίλητοι , ακίνητοι στο ίδιο σημείο μην ξέροντας πώς να αντιδράσουμε. Τον μεγάλο μου αδελφό, το Γιώργη μας τον είχαν ειδοποιήσει να μην πλησιάσει το σπίτι κι εκείνο το βράδυ έμεινε έξω, στην εξοχή . Το επόμενο πρωί μάθαμε πως ο πατέρας μου ήταν στο Ηράκλειο , στο Φρουραρχείο. Εκεί έμεινε 3 μέρες , στο σπίτι του Πλεύρη κάτω στο υπόγειο και βρήκαμε σαν φύγανε οι Γερμανοί γραμμένο ένα μήνυμα μέσα σε κύκλο με μολύβι :
« Αντώνιος Γεωρ. Μπετεινάκης, κινδυνεύει , ελπίζει εις τον Θεόν. 25 Σεπτεμβρίου 1943».
Ύστερα τον πήγαν στα Χανιά , στο χωριό Αγυά . Κανένας δεν μπορούσε να πλησιάσει τις φυλακές. Πήγε ο Γιώργης μας ,αλλά δεν τον άφησαν να τον δει. Ούτε καν έναν Έλληνα δικηγόρο δεν του πήγανε. Κάνανε μόνη τους το δικαστήριο . Στις 26 του Οκτώβρη. Ο παππούς και πέντε άτομα ακόμη. Τους καταδίκασαν γιατί προσπάθησαν να ειδοποιήσουν τον Μπαντουβά πως έπρεπε να φύγει από τα βουνά και να παραδοθεί γιατί οι Γερμανοί θα καίγανε τα χωριά της Βιάννου. Πιάσανε πολλούς τότε, τους αφήσανε μόνο αυτοί οι έξι δεν γλύτωσαν. Κάποιος τους πρόδωσε, μακάρι πριν κλείσω τα μάτια μου να μάθω ποιος ήταν, όχι για κανένα να άλλο λόγο, αλλά να ξέρω , να φύγω ήσυχος . Ο Γιώργης ήταν εκεί την ημέρα του δικαστηρίου. Η μάννα μου δεν ήθελε να πάω κι εγώ στα Χανιά, μικρό παιδί έλεγε , δεν ήθελε άλλες φουρτούνες, φτάνει όσα υποφέραμε ήδη. Μας έπε , πως πλησίασε λίγο στη φυλακή απόσταση περίπου 100 μέτρα. Τι ναδεις;
Ήταν όλοι με τα ίδια ρούχα, κάτι γκρίζο φορούσαν και δυο τρεις χαιρετούσαν από το παράθυρο. Ήταν πολύ κοντά κουρεμένοι και δεν τους αναγνώριζε. Ένας του φάνηκε πιο ψηλός, τον χαιρετούσε με μανία, μπορεί και να ‘ταν αυτός ο πατέρας μας . Ποιος ξέρει…
Την άλλη μέρα έγιναν όλα …
Μόλις χάραξε , ψιλόβρεχε κιόλας, το χώμα μύριζε έντονα, τα σκυλιά γαύγιζαν σαν να χαλούσε ό κόσμος. Ξημέρωμα …27 Οκτωβρίου 1943…ώρα 6.00…βαρύ τούτο το πρωινό και άχαρο και με μια σιωπή παντού. Κάτι πλανιόταν στον αέρα όμως τίποτα δεν κουνιόταν , ούτε ο νους τους ήθελε να το σκεφτεί… Κρυμμένοι μέσα στα χωράφια , ο Γιώργης και καμιά δεκαριά άλλοι σηκώθηκαν να δουν γιατί γινόταν τόση φασαρία από τα γαυγίσματα. Κάτι είχαν μυριστεί τα σκυλιά. Φοβόταν μην τους πάρει κανένα μάτι. Και τότε άκουσαν με μια φωνή να τραγουδούν οι κρατούμενοι…
«Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.»
Κι ύστερα πάλι φωνές και γερμανικά παραγγέλματα για να σταματήσουν, όμως αυτοί συνέχιζαν ακόμη πιο δυνατά. Τίποτα δεν τους τρόμαζε πια , απολύτως τίποτα. …
Καμιά εικοσαριά στρατιώτες με ειδικό βηματισμό παρατάχθηκαν στον αύλιο χώρο της φυλακής . Η βροχή συνέχιζε να πέφτει κι αυτή ρυθμικά και τότε… ώ θεέ μου! έξι άνδρες με συνοδεία Γερμανών αξιωματικών βγήκαν έξω . Οι άνδρες φανερά κουρασμένοι όμως με το κεφάλι ψηλά συνέχιζαν να λένε τον εθνικό ύμνο. Τους έβαλαν να ακουμπήσουν στον τοίχο και τους έδεσαν τα χέρια. Τους έκλεισαν τα μάτια με ένα άσπρο πανί. Ο πατέρας γύρισε το κεφάλι του στο πλάι. Δεν ήθελε να του δέσουν τα μάτια , ήθελε να βλέπει κατάματα το μεγαλύτερο θεριό , αυτό που κανένας δεν νίκησε ποτέ , ήθελε να χορτάσει και την τελευταία σταγόνα της ζωής , το αμυδρό φως της μέρας που μόλις είχε αρχίσει να ξυπνά. Ύστερα ακούστηκε μια πολύ δυνατή φωνή και ο αέρας γέμισε από τους πυροβολισμούς … Οι κρατούμενοι μέσα από τα μικρά τους παράθυρα έκλαιγαν σιωπηλά… δεν ακούστηκε τίποτα άλλο …απόλυτη σιωπή …όλα είχαν τελειώσει …
Άραγε μήπως ήταν όνειρο , εφιάλτης ή συνέβη στ’ αλήθεια. Ο πατέρας μου ήταν εκεί ανάμεσα τους, νεκρός!
Αυτή την ιστορία μου έλεγε ο πατέρας μου κάθε χρόνο τέτοια μέρα. .. «Να τη θυμάσαι» μου ‘λεγε, «να τη λες και στα παιδιά σου κι αυτά να τη λένε στα δικά τους… κάθε χρόνο στις 27 Οκτωβρίου …»
Ο συνταγματάρχης Αντώνιος Γ. Μπετεινάκης εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στις φυλακές της Αγυιάς Χανίων στις 27 Οκτωβρίου 1943 . Το γερμανικό στρατοδικείο συνεδρίασε μέσα σ΄ αυτές τις φυλακές και τον καταδίκασε σε θάνατο μαζί με άλλους πέντε. Οι υπόλοιποι δεκαέξι που είχαν συλληφθεί τότε αθωώθηκαν .
Στο κελί των φυλακών ( στην Αγυιά Χανίων ) ο Αντώνιος Γ. Μπετεινάκης είχε γράψει τα παρακάτω : « Προσφέρω τη ζωή μου με ευχαρίστηση για την Πατρίδα , εάν οι εχθροί μας μου την αφαιρέσουν. Θεωρώ τον εαυτόν μου ευτυχή γιατί πεθαίνω για να μην την βλέπω σκλάβα και τυρανούμενη ».
Επίσης σ΄ένα άλλο σημείωμα του έγραψε :
«Δεν το λυπούμαι το κορμί σάρκα είναι και θα λιώσει
μόνο λυπούμαι ταρφανά ποιος θα τα μεγαλώσει »
Από τότε έχουν περάσει 70 χρόνια , σαν σήμερα!
ΠΗΓΕΣ :
Ηχογραφημένα ντοκουμένα απο τον Ιωάννη Μπετεινάκη
Αρχείο Οικογένειας Αντ. Μπετεινάκη