Εσχατιές του Σύμπαντος: «Κάποτε ζούσε στις εσχατιές του σύμπαντος ο Χρόνος. Ο Χρόνος ήταν ένας ωραίος νέος, νάρκισσος όμως, όπως οι περισσότεροι ωραίοι, και οι περισσότεροι νέοι, ένα ασύγκριτο μειονέκτημα σε αντιστάθμισμα της απαράμιλλης ομορφιάς του. Πατέρας του Χρόνου ήταν ο Θεός, μητέρα του η Αγάπη. Ο Χρόνος αγαπούσε μία μελαχρινή κοπέλα που την έλεγαν Λησμονιά. Η Λησμονιά εξαιτίας της επιμονής του Χρόνου κάποια στιγμή ενέδωσε, αλλά κατά βάθος ποτέ δεν τον ήθελε, ποτέ δεν τον αγάπησε πραγματικά. Τον απάτησε μάλιστα με τον καλύτερο του φίλο, το Χωροχρονικό Ασυνεχές. Ο Χρόνος από τότε καίγεται, από τότε βασανίζεται. Από εκδίκηση μάλιστα εφηύρε το Θάνατο και τη Φθορά, μια σκοτεινή τρύπα, μία Ατέλεια που όμοιά της το σύμπαν δεν είχε ξανανιώσει. Οι θνητοί από κείνο το σημείο, σαν κάτι να διαισθάνονται, πιστεύουν στο Θεό και παραμελούν την αξία του Χρόνου».
[Από τα “Μέλανα Συρτάρια” του Μπάρυ Μακάλιστερ]
Διά την αντιγραφή Βαγγέλης Γεωργάκης