Συνέντευξη στην Ελένη Σκάρπου / [email protected], f/b Eleni Skarpou, eliaskarpou.blogspot.gr
Τόπος: «De Facto», Παύλου Μέλα, έξω στην λιακάδα… με γαλλικό, τσάι και μπλα μπλα.
Χρόνος: Sunday, sunny Sunday για να τον πετύχω στα χαλαρά του.
Σκοπός: Να πούμε λόγια από «Μπετόν». Να μοιραστούμε συναισθήματα από μπαχάρια Μέσης Ανατολής.
Εγώ τον περίμενα έξω. Εκείνος με περίμενε μέσα. Στήσαμε ο ένας τον άλλο για περίπου μισή ώρα στον ίδιο χώρο και τελικά αποφασίσαμε να ξεχάσουμε το γεγονός, γιατί ο χρόνος είναι σχετικός και χωρίς ένα ευτράπελο οι συνεντεύξεις και οι συναντήσεις δεν γράφουν ιστορία. Δεν είναι εύκολος. Δεν είναι δύσκολος. Είναι απρόσμενος. Είναι και προσιτός. Μοιάζει με κορμί που πατάς πάνω του και αγγίζεις την μουσική, το cinema, το θέατρο στα πιο απίθανα τους πιασίματα. Μοιάζει και δρόμος με mainstream σταθμούς, γιατί η συναναστροφή του με νέους ανθρώπους του δίνει το πλεονέκτημα. Μαζί του μπορείς να διαβάσεις το παρελθόν της Θεσσαλονίκης και να ψάξεις τις φρέσκιες κοιτίδες του πολιτισμού στην Αθήνα. Ενίοτε θα μυρίσεις μαζί του και τα μπαχάρια της Αλεξάνδρειας, γιατί τις Αιγυπτιακές παιδικές μνήμες του δεν τις αποχωρίζεται εύκολα. Είναι αυτός που μπορεί να βάλει στο ίδιο καζάνι τον Τόμας Μπέρνχαρντ, τους Underground Youth, τους Joy Division, τον Κολτές, τους Beatles, τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και τη Δέσπω Διαμαντίδου, χωρίς να χαλάει η αρμονία του σύμπαντος. Πέρης Μιχαηλίδης. Χθες βράδυ έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Αυλαία, με έναν βαθιά φιλοσοφικό μονόλογο του Τόμας Μπέρνχαρτν, το «Μπετόν». Το κουβάλησε από τον χώρο τέχνης και πολιτισμού «Μπετόν 7» στην Αθήνα για να βιώσουμε το πλήγμα της ύπαρξης μας… τον θάνατο. Να δούμε την αρρώστια, να μπούμε στην τραγικότητα και το χιούμορ του ήρωά του. Να ξεδιαλύνουμε τις φαντασιώσεις μας μέσα από τις δικές του. Να εγκλωβιστούμε μαζί του στο «εγώ» και να βγούμε από την αίθουσα με την ανάγκη του «εμείς». Μέχρι τις 30 Μαρτίου λοιπόν όλοι οι δρόμοι οδηγούν εκεί.
Οι μονόλογοι που του πάνε και το αναχωρητικό κείμενο του «Μπετόν»!
Έτσι όπως στοιβάξαμε τις σκέψεις και πιάσαμε κουβέντα φάνηκε σαν μουσικός που επιλέγει την κατάλληλη στιγμή για να βγάλει δίσκο. «Οι μονόλογοι σε βρίσκουν» μου λέει ο Πέρης Μιχαηλίδης και μου εξηγεί την πρώτη του απόπειρα το 1993 με τον μονόλογο «Η νύχτα ακριβώς πριν από τα δάση» του Κολτές που παίχτηκε στον «Φούρνο» κι έπειτα στο δικό μας «Βαφοπούλειο». Και το 2004 «Ο πρώτος έρωτας» του Μπέκετ τον έφερε στο Μύλο να μονολογεί και πάλι. Και τώρα η εξαιρετική μετάφραση του Αλέξανδρου Ίσαρη τον θέλει να μονολογεί και μάλιστα στο σωστό timing. «Αυτό το κείμενο ήταν παλιά στην βιβλιοθήκη θαμμένο και αγαπημένο, αλλά έπρεπε να έρθει η ηλικιακή στιγμή για να πω αυτά τα λόγια. Χρειάζεται να έχεις τις ανάλογες εμπειρίες για να τα καταθέσεις κι όχι απλά να τα υποδυθείς. Θέλει απόλυτη ταύτιση. Να έχεις ζήσει λίγο έτσι για να μπορείς να επιτεθείς κατά παντός υπευθύνου. Άλλωστε όλα τα έργα που επιλέγω έχουν έναν χαρακτήρα που είναι κοντά στην φιλοσοφία μου. Είναι μια κίνηση back to the future. Δεν είναι ένας μονόλογος όπου βγαίνω και λέω τον πόνο μου, που είναι για μένα βαρετό. Έχει έναν χαρακτήρα. Αυτοί οι μονόλογοι εμφανίζονται, παίζονται και μετά ενταφιάζονται. Δεν είναι για πολύ» δηλώνει και έχουμε ήδη μπει σε ατραπούς παραψυχολογίας. «Είναι και ρόλοι που σε επισκέπτονται κάτι ξημερώματα». Η ατάκα του ήταν η πέτρα του σκανδάλου. Ο συγκεκριμένος ρόλος, του Ρούντολφ, δεν είχε βολικό ωράριο… τον επισκεπτόταν μετά τις 6 το πρωί. Τον έβρισκε ξάγρυπνο και έφερνε τις λέξεις στα χείλη του αυθαίρετα και αβίαστα. Με λίγο αλκοόλ και όρεξη για κουβέντα… η συνδιαλλαγή με τον ρόλο του ήταν κάτι παραπάνω από ιεροτελεστία. «Αυτού του τύπου οι ρόλοι όπως και οι Σαιξπηρικοί… έχουν νεύρα πειραγμένα, έχουν εσωτερικές συγκρούσεις, ξεκινούν με σαράντα πυρετό, όχι λοιπόν κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, γιατί είναι ήρωες στις ιδιαίτερες στιγμές τους. Είναι γνωστό πως δεν μπορούμε να βλέπουμε κανονικές συνθήκες στο θέατρο» επισημαίνει και μέσα στο παραλήρημα και τις παραισθήσεις της θεατρικής τέχνης περνάμε στα ενδότερα του «Μπετόν». «Η παράσταση κάνει μια κριτική απέναντι στις κοινωνικές σχέσεις και κυρίως τις πολιτικές… αυτή την πλάνη της πολιτικής με ειδικό και καυστικό τρόπο. Εγώ προσωπικά κρατάω από αυτό το έργο την στάση ενός ήρωα, ο οποίος αποτραβιέται σε μια περισυλλογή και μονολογεί παραληρηματικά. Δεν παρεμβαίνει στα πράγματα, απλά σκέφτεται» τονίζει και εδώ αρχίζουν τα φλύαρα μας περί μοναξιάς. Εκείνος δεν την θεωρεί κακό πράγμα. Πως θα μπορούσε να το κάνει όταν ξέρει από πρώτο χέρι τα ποιήματα, τις μουσικές και τα μυθιστορήματα που έχουν αφορμιστεί από εκείνη; Στην βιβλιοθήκη του υπάρχουν τα πειστήρια, αλλά μου την περιγράφει με λόγια από το «Μπετόν». «Η βιβλιοθήκη μου έχει σχέση με πεθαμένους φιλοσόφους». Καταφέρνω βέβαια και κλέβω τα φυλαγμένα του. Έρμαν Έσσε. Εκείνος «Ο λύκος της στέπας» έχει γίνει ανάρπαστος ανάμεσα στα δάχτυλα του. Πολλές φορές διέσχισε της σελίδες του. Όπως και το θρυλικό «Στο δρόμο» του Τζακ Κέρουακ. «Έχω σημαδευτεί από αυτά τα αναχωρητικά κείμενα και το “Μπετόν” είναι το κείμενο ενός αναχωρητή» υπογραμμίζει. Κι αν ο Τόμας Μπέρνχαρντ είχε απαγορεύσει να παίζονται τα έργα του στην Αυστρία για πολλά χρόνια αξίζει να σας μεταφέρω κάτι από εκείνον δια στόματος Πέρη Μιχαηλίδη, που θα το ζήσετε και ως θεατές. «Όποιος έχει γνωρίσει καλά τον κόσμο ξέρει ότι είναι γεμάτος πλάνες. Παρ’ ολ’ αυτά δεν μας ευχαριστεί να τον εγκαταλείπουμε, γιατί έχουμε την αφέλεια των παιδιών. Χρειαζόμαστε όνειρα, όλο και περισσότερα όνειρα». Ο Πέρης λέει πως αυτός ο συγγραφέας δεν μασάει τα λόγια του κι ας τα ξερνάει με αγανάχτηση καθισμένος σε μια πολυθρόνα. Εγώ λέω πως μάθαμε στα ψεύτικα και τώρα είναι καιρός ν’ αλλάξουμε. «Ο Μπέρνχαρντ είναι απόλυτα κατανοητός και στο κοινό και στον ηθοποιό που τον ερμηνεύει, γιατί είναι ζητούμενο ένας ηθοποιός να ξέρει τι λόγια λέει. Πολλές φορές οι ηθοποιοί δεν καταλαβαίνουν τι παίζουν και γι’ αυτό έχουμε αυτές τις τεράστιες παρεξηγήσεις, οι οποίες οδηγούν σε βαθιά χασμουρητά» μου λέει και με ενημερώνει πως τις πρόβες τις παρακολούθησαν κάποιοι ψυχαναλυτές, οι οποίοι κρατούσαν σημειώσεις και έπαιξαν έναν «εποικοδομητικό» ρόλο στην παρουσίαση του έργου. «Σημαίνει ότι το έργο έχει ψυχαναλυθεί κι έτσι παρουσιάζεται».
Οι μικροί «καθεδρικοί» του θεάτρου, ο σεβασμός στο κοινό και το ιερό χειροκρότημα…
«Έχω σκηνοθετήσει σε ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ, έχω παίξει στο ΚΘΒΕ, έχω παίξει στο ΕΘΝΙΚΟ, αλλά παράλληλα παρουσίαζα κάποια έργα από το σκοτεινό ρεπερτόριο. Τα τελευταία χρόνια δουλεύω στο “Μπετόν 7” σ’ έναν εναλλακτικό χώρο πολιτισμού. Εκεί κατατίθενται άφοβα διάφορες προτάσεις από νεανικές ομάδες ακόμα κι αν αλληθωρίζουν στο ταμείο. Έχουν γίνει διάφορα αφιερώματα με θεατρικές συνθέσεις σαν φεστιβάλ ετήσια με βάση την αρχαία τραγωδία, τον Σαίξπηρ, τον Στρίντμπεργκ, τον Ίψεν. Σαν νέος σκηνοθέτης κατέθεσα κι εγώ». Κάπου εδώ με έκανε να αισθανθώ την σπουδαιότητα του να αναμετριέται κανείς με ένα νεανικό κοινό που του είναι απαραίτητο. Δεν μετανιώνει βέβαια για τα χρόνια που υπηρέτησε την τηλεόραση και μια σειρά από σκηνοθεσίες σε εμπορικό θέατρο. «Ήταν ένας άλλος εαυτός και καμιά φορά νοσταλγώ την συνθήκη, γιατί ήταν ξεκάθαρη». Σήμερα όμως ξεχνά την τηλεόραση και χτίζει γέφυρες με το θέατρο. Πιστεύει μάλιστα ακράδαντα πως η καρδιά του θεάτρου χτυπά στα μικρά θέατρα. «Παιδιά που θα μπορούσαν να πάρουν τα χρήματα τους και να τα σπαταλήσουν σε διάφορες διασκεδάσεις, παίρνουν με τεράστιο ρίσκο έναν χώρο και προσπαθούν εκεί να στεγάσουν κάποια όνειρα. Κάθε φορά που τα βλέπω, συγκινούμαι. Βλέπεις εκεί αυτό που ‘λεγαν οι παλιοί… “να ανθίζει η τέχνη”. Τα έργα επιλέγονται με αυστηρά καλλιτεχνικά κριτήρια κι όχι απαραίτητα για να φέρουν κόσμο, σχεδόν στα όρια του εργαστηρίου. Είναι η “δεξαμενή” από την οποία αντλεί το εμπορικό θέατρο ηθοποιούς. Μπορεί να είναι μικρά στο εμβαδόν θέατρα, αλλά τεράστια στο περίσσευμα της έμπνευσης. Είναι ένα όραμα ενάντια στο πολυκατάστημα και τον καταναλωτισμό και η απάντηση σε αυτή την λεγόμενη κρίση». Όσο για την σύγχυση που επήλθε στο κοινό με την έλευση της κρίσης και το πέρασμα από τις φαντασμαγορικές παραγωγές στα λιτά κι απέριττα σχήματα από σκηνογραφικής και στιλιστικής άποψης ο Πέρης έχει τη δική του θεώρηση πάνω στα πράγματα. «Θεωρώ ότι πρέπει να είμαστε απολύτως ειλικρινείς στον κόσμο που έρχεται να μας δει. Δεν γίνεται να παρουσιάζουμε ένα έργο που έχει την μορφή της αποδόμησης σε ένα κοινό που δεν έχει παιδευτεί να το παρακολουθήσει. Ένα θέατρο πρέπει να έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα… να δίνει κλασικά έργα και ταυτόχρονα να έχει στο ρεπερτόριο του και πρωτοπορία, χωρίς αυτά να συγχέονται. Έχω δοκιμάσει και το ένα και το άλλο. Χρειάζεται ένας σεβασμός απέναντι στο κοινό. Δεν μπορώ να σερβίρω “Hamlet Machine” σε χωριά της Κομοτηνής όπως σε ένα υπόγειο της Αθήνας για να λέω ότι κάνω τέχνη». Αυτή η ωριμότητα του και η ισορροπία του ανάμεσα στην φιλοδοξία του καλλιτέχνη και την ανάγκη του κοινού βρίσκει εξήγηση. «Ανήκω στον μέσο θεατή. Δεν κάθομαι να δω μια παράσταση σαν ένας άνθρωπος του θεάτρου. Αν δεν καταλαβαίνω το έργο αισθάνομαι περίεργα. Θέλω να το καταλαβαίνω, να με συγκινεί. Σπάνια έχω φύγει από το θέατρο, αλλά πολλές φορές παύω να παρακολουθώ. Κοιτάζω τα σκηνικά, τους προβολείς από το να προσέχω αυτό που διαδραματίζεται στην σκηνή. Στο χειροκρότημα βέβαια συγκινούμαι. Είναι μια άφεση για μένα όταν μια παράσταση είναι πολύ κακή».
Ξύνοντας σαλονικιώτικες πληγές με ποίηση, σινεμά και βινύλια του χθες…
«Τι είναι η Θεσσαλονίκη; Τι είναι η πατρίδα μας; Εγώ την έχω ζήσει μαζί με τους ποιητές της Διαγωνίου… Ασλάνογλου, Πεντζίκης. Ήταν σημαντικό να βλέπεις να κυκλοφορούν ποιητές στο δρόμο. Αυτή είναι και η μεγάλη παρακαταθήκη αυτής της πόλης. Καλλιτεχνικά όμως εγώ μεγάλωσα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Δίδαξα και τρία χρόνια στη σχολή του ΚΘΒΕ» μου εξομολογείται και οι εκάστοτε επιστροφές του στην πόλη μας μαρτυρούν μεγάλη αγάπη και αλησμόνητες αναμνήσεις. «Είναι σαν να μην έχεις φύγει ποτέ όπως έλεγε και ο Μίνως Βολανάκης» μου λέει χαμογελώντας και γνωρίζοντας την λατρεία του για τον κινηματογράφο αλλάζουμε κλίμα. «Η Δέσπω Διαμαντίδου έλεγε πως το σινεμά είναι αυτό που δεν θα μας αφήσει ποτέ να γίνουμε μικροαστοί, γιατί συνεχώς ανανεώνονται οι εικόνες μας. Δεν είναι καλό να είσαι κλεισμένος στα στενά όρια των κειμένων». Είναι προφανές πως του αρέσουν οι άνθρωποι που κουβαλούν την έβδομη τέχνη στο σανίδι σαν άποψη και σαν αισθητική, αλλά δεν φαίνεται να θέλει να βγει από το θεατρικό μοτίβο. «Λένε ότι σκηνοθετώ κινηματογραφικά, όμως το σινεμά είναι μια άλλη τέχνη. Μ’ αρέσει πιο πολύ το θέατρο γιατί γίνεται μπροστά σου. Είναι handmade. Δεν παρεμβάλλεται τίποτε άλλο. Μ αρέσει που είναι θνησιγενές, δεν υπάρχει μετά». Την ταμπέλα του ιδανικού ηθοποιού αλά Χόλυγουντ την φορά στον Ντέρκ Μπόγκαρτ και τον Ράσελ Κρόου. «Μ’ αρέσουν γιατί δεν έχουν την μεσογειακή υπερβολή… αυτό που όλα τα καίμε. Υπάρχει μια απόσταση, μια νωχέλεια και ένα “στα παλιά μας τα παπούτσια”. Το μεγάλο respect όμως πάει στην κούκλα του Χόλυγουντ τον Τζον Κασσαβέτης». Με γεύση από ανεξάρτητο σινεμά στο στόμα μου περιγράφει την εβδομαδιαία ραδιοφωνική εκπομπή του με την Τατιάνα Μύρκου στο διαδικτυακό ραδιόφωνο του «Μπετόν 7», beton7artradio.gr όπου ζητά από κάθε καλεσμένο του μια συνταγή. «Καλησπέρα κυρία Μάρτζυ» ο τίτλος. Οι μουσικές; Κλασικές και ικανές να του θυμίσουν το πρώτο βινύλιο του Σούμπερτ που δανείστηκε παιδί από το Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης και το πρώτο δίσκο Σοστακόβιτς που αγόρασε από το «Stereodisc» στην Αριστοτέλους. Στην βινυλιοθήκη του βέβαια ξεχείλιζαν οι Joy Division και οι Doors.
Επίλογος με… κρίση και πυρετό.
«Εμείς ζούσαμε συνέχεια μέσα στην έλλειψη και την κρίση και μας λείπει ό,τι μας έλειπε πάντα. Καμία διαφορά. Απλά είναι πλέον κοινός τόπος. Είναι κι άλλοι που είναι στην ίδια κατάσταση. Θα ήθελα οι άλλοι να είναι καλά και μάλιστα να είναι καλύτερα από εμένα γιατί αυτό είναι πηγή δημιουργίας. Αν έπαιζαν απίστευτα λεφτά δεν θα χρειαζόταν να μπεις στη διαδικασία να παίξεις Τόμας Μπέρνχαρντ. Θα έμπαινες απλά σε ένα αεροπλάνο και θα χανόσουν» μου εξηγεί ο Πέρης Μιχαηλίδης αυθόρμητα και ειλικρινά. Και τα ταξίδια; Δεν είναι το φόρτε του πια. Το παραδέχεται άλλωστε με μια ακόμη ατάκα από το «Μπετόν». «Παλιά τα ταξίδια ήταν η μεγάλη μου αγάπη. Τώρα δεν θέλω ούτε να το σκεφτώ. Νιώθω αδύναμος να ταξιδέψω και που να πάω;;;;». Μου λέει μόνο πως πιστεύει στα εσωτερικά ταξίδια. «Όπου και να βρεθείς κουβαλάς ένα προσωπικό ταξίδι, είτε είσαι στην Τεχεράνη, είτε είσαι στην Στοκχόλμη». Είναι οι δύο πόλεις που παρακολουθεί θερμοκρασιακά το τελευταίο καιρό από φετίχ και μόνο. Μετά την ανάκριση του… άρχισε η δική μου, γιατί μην ξεχνάτε πως ο Πέρης Μιχαηλίδης τρέφεται από το διάλογο, την αλληλόδραση και το μοίρασμα. Το βράδυ… είχα 38 πυρετό. Είναι μάλλον δύσκολο να ξεφύγεις από τα περιβάλλοντα που σε επηρεάζουν βαθιά.
Info:
“Μπετόν”
του Τόμας Μπέρνχαρντ
στο Θέατρο Αυλαία
μέχρι τις 30 Μαρτίου
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης
Σκηνοθετική επιμέλεια: Μαρία Γίτσα
Video –φωτογράφιση: Νικόλας Σταυρόπουλος
Συνεργάστηκε η Αγγελική Γκαλμπένη
Ερμηνεία: Πέρης Μιχαηλίδης
Παραγωγή: Beton
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ: 19-23, 26-30 Μαρτίου 2014
ΗΜΕΡΕΣ & ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ: Τετάρτη-Σάββατο 21.00, Κυριακή 20.00
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ: Κανονικό 15€, Φοιτητικό-Ανέργων 10€