«Κάποιος κάθεται σε έναν αμμόλοφο στην έρημο, δεν βλέπει τίποτα, δεν ακούει τίποτα κι όμως μέσα στη σιωπή, κάτι σφύζει από ζωή και λάμπει…»
Antoine de Saint-Exupéry
Γράφει η Ζωή Λυσαρίδου
Βάλε επάνω το πιατάκι, γύρισέ το τρεις φορές – ούτε δύο, ούτε τέσσερις… τρεις!
Άφησέ το με ευλάβεια ανάποδα… σταύρωσέ το τρεις φορές.
Ακούμπησέ το μαλακά με τα τέσσερα δάχτυλα του αριστερού σου χεριού – να ‘χει την καρδιά πάνω
του – απαλά στον πάτο… Κράτα τον αντίχειρα με σιγουριά στο τοίχωμα.
Πάρε μια ανάσα και κάνε την καλύτερη ευχή.
Έλα σε οκτώ ώρες.
———-
Ήλιος καυτός, δυο βουνά και έρημος απλωμένη…
Λίβας… λάβα… ζέστη αποπνικτικά ευτυχής!
Την χαίρεσαι!
Μυρωδιά καμμένης σκόνης… να νιώθεις την αναπνοή σου δροσερή.
Μακριά πολύ, μια θάλασσα βρέχει την έρημο και φοίνικες στοιχισμένοι σου δροσίζουν το βλέμμα.
Δεν πλησιάζεις, ούτε απομακρύνεσαι.
Παράλληλο κρατάς το βήμα.
Μια γραμμή στον ορίζοντα… Πίσω νυχτώνει δροσερή ξαστεριά.
Τρέχεις μπροστά, να μην βραδιάσει.
Τις χόρτασες τις οάσεις…
Τώρα επιθυμείς να σιγοκαίγεσαι στην πυρωμένη άμμο… εκεί που έχει αξία ο χουρμάς… εκεί που τον απολαμβάνεις αργά κι ο χρόνος έχει αξία.
Πρώτα τη φλούδα, ύστερα τη σάρκα, τέλος το κουκούτσι.
———-
Σαν τον χουρμά… χρόνια μοιράζεις επιφάνεια… πέτσα δεν σου ‘μεινε.
Τώρα να απολαύσεις το μέσα σου… Αυτό που γεμίζει τον κόσμο…
Μονάχα κουκούτσι όταν μείνεις, θάψου στην έρημο.
Εκεί θα φυτρώσεις…
Κάποιος ταξιδευτής να βρει να φάει τον καρπό σου… και να κάνει τη δική του ευχή…