Γράφει ο Σπύρος Σιδέρης / [email protected]
Είναι από τις ωραιότερες πόλεις του κόσμου, κατ’ εμέ τουλάχιστον. Έχει την Ανατολή στο αίμα της που όσο και να προσπαθεί η Δύση δεν μπορεί να της πάρει αυτό το άρωμα και αυτόν τον αέρα. Το παλιό από την άλλη, ακουμπάει κουρασμένο, αλλά όχι γερασμένο πάνω στο καινούργιο που ξεπηδάει σε κάθε σπιθαμή της γης της. Κοσμοπολίτισσα και ξελογιάστρα πόλη η Κωνσταντινούπολη. Μου αφήνει πάντα την ίδια γεύση όπως και πριν από 20 χρόνια που την πρωτοεπισκέφτηκα.
Η τελευταία επίσκεψη έγινε πριν λίγες μέρες. Το ίδιο πανέμορφη όπως και κάθε άλλη φορά. Τώρα όμως φορούσε τα γιορτινά της. Γιορτάζανε όπως φαίνεται κι αυτοί μαζί μας τα Χριστούγεννα. Σε πολλά μαγαζιά υπήρχαν στολισμένα δένδρα και επιγραφές για καλά Χριστούγεννα σε άπταιστα αγγλικά. Τώρα θα μου πείτε, γιορτάζουν τα Χριστούγεννα οι μουσουλμάνοι; Δεν ξέρω να σας απαντήσω τι πραγματικά συμβαίνει. Είναι μήπως τόσοι πολλοί οι κρυπτοχριστιανοί που τζάμπα πάει ο κόπος του καημένου του Ερντογάν που προσπαθεί απεγνωσμένα να δημιουργήσει ένα καθαρό ισλαμικό κράτος; Ή μήπως το τουριστικό μάνατζμεντ πράττει έξυπνα προς όφελος της τουρκικής οικονομίας πουλώντας ότι θέλει ο τουρίστας; Μάλλον προς το δεύτερο τείνω να καταλήξω, βγάζοντας για άλλη μια φορά το καπέλο προς τη γείτονα.
Από την πλατεία Ταξίμ το τραμ με τον χαρακτηριστικό ήχο της καμπάνας να προειδοποιεί τους διαβάτες, σε ταξιδεύει στον πιο εμπορικό δρόμο, την Μπέυογλου με τα εκατοντάδες φωταγωγημένα μαγαζιά και το πολύβουο πλήθος που σαν μέλισσες μπαινοβγαίνουν στις κηρύθρες του καταναλωτισμού.
Κατεβήκαμε από το κόκκινο τραμ κοντά στο σημείο που μας είχαν πει ότι υπήρχαν τα καλά μαγαζιά με μεταξωτά από την Προύσα. Ως γνήσιοι Έλληνες που τα ταξίδια είναι μόνο για αγορές, θα έπρεπε να καταθέσουμε τον όβολο μας στους εργατικούς μεταξοσκώληκες της Τουρκίας.
Τα καλωσορίσατε και τα εφέντημ έδιναν κι έπαιρναν για να μας προκαλέσουν να επισκεφτούμε το κατάστημα τους. Το παζάρι και το αλισβερίσι (τούρκικες λέξεις και οι δυο) είναι ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα των Τούρκων αλλά και Αράβων εμπόρων, που στο τέλος όσο και να έχεις πληρώσει τα εμπορεύματα, έχεις την λανθασμένη αίσθηση ότι τους έριξες.
Ο έμπορος με το δερμάτινο σακάκι και την μεταξωτή γραβάτα, άρχισε να μας δειγματίζει την πραμάτεια του και να μας μιλά για το μετάξι αναφέροντας διάφορες ιστορίες άλλες ενδιαφέρουσες κι άλλες παντελώς αδιάφορες. Όσο περνούσε η ώρα ανοιγόταν περισσότερο και μας μίλησε για τον πατέρα του που είχε το ίδιο μαγαζί. Μας μίλησε για τους γείτονες Έλληνες, Αρμένους και άλλους, εμπόρους που είχαν τις επιχειρήσεις τους στην περιοχή. Έμαθα πολλά κι ενδιαφέροντα πράγματα από τον εξηντάρη Τούρκο. Πήραμε τα πράγματα που μας άρεσαν, κάναμε το παζάρι μας, πληρώσαμε, χαιρετήσαμε και βγήκαμε στον πολύβουο δρόμο.
Δεν καταφέραμε να κάνουμε μερικά μέτρα κι ο καταστηματάρχης, ήρθε από πίσω μας και μας σταμάτησε.
Ξέρετε τι δεν σας είπα;
Τον κοιτάξαμε απορημένοι και περιμέναμε να μας πει αυτό που είχε ξεχάσει.
Το μεγαλύτερο λάθος που κάναμε στην Τουρκία, ήταν που διώξαμε τους Έλληνες από την Πόλη, μας είπε και κίνησε πάλι για το μαγαζί του.