Γράφει ο Σπύρος Σιδέρης/ [email protected]
Το τηλέφωνο χτύπησε αρκετές φορές μέχρι να το απαντήσω. Ξεχασμένο ήταν παραδόξως. Ασθμαίνοντας είπα, παρακαλώ.
-Έλα ρε που είσαι τόση ώρα, δεν το ακούς, ακούστηκε η φωνή γεμάτη έξαψη.
Ο φίλος μου ο Θανάσης ήταν στην άλλη πλευρά του κινητού. Αφού έδωσα εξηγήσεις γιατί ξέχασα το κινητό σε άλλο δωμάτιο απ΄αυτό που βρισκόμουν εκείνη την ώρα και ο φίλος μου το αποδέχτηκε, άρχισε να μιλάει γρήγορα κι απαιτητικά.
-Φίλε μου θέλω τα φώτα σου.
-Μα δεν είμαι ηλεκτρολόγος βρε Θανάση, αστειεύτηκα.
-Έλα κόψε την πλάκα. Εσύ είσαι κοσμογυρισμένος και έχεις δει πολλά. Θέλω να με βοηθήσεις.
-Πες μου τι θες και αν μπορώ να βοηθήσω με μεγάλη μου χαρά.
Ο φίλος μου ο Θανάσης ήθελε να ανοίξει επιχείρηση. Βιβλιοπωλείο στο χωριό απ’ όπου καταγόταν. Με τον σχολικό Καλλικράτη, το χωριό απέκτησε παιδιά από τα γύρω δημοτικά διαμερίσματα και φυσικά η ανάγκη για ένα βιβλιοπωλείο θεωρήθηκε αναγκαία. Ο φίλος μου μια ζωή με καφέ ασχολούνταν. Και το μόνο που διάβαζε ήταν τα τσοντοπεριοδικά στα νιάτα του και καμιά αθλητική εφημερίδα την Δευτέρα, κι αυτή από δεύτερο χέρι. Δεν πίστευα αυτά που άκουγα εκείνη την ώρα.
-Μα καλά, έχεις ιδέα από βιβλιοπωλείο; Έχεις κάποιον που ξέρει τουλάχιστον, ρώτησα.
-Σιγά τα ωά, όπα της ο Θανάσης. Επιχείρηση είναι κι εγώ από επιχειρήσεις άλλο τίποτα. Έχω φάει τη ζωή μου μέσα στη νύχτα με τα μαγαζιά. Η μέρα θα με τρομάξει; Ο φίλος μου συνέχισε ακάθεκτος.
-Και πως σου ρθε η ιδέα για βιβλιοπωλείο στο χωριό σου, τον ρώτησα με ενδιαφέρον.
-Το είδα με τα ανίψια μου που μένουν στο χωριό, μου είπε ο «πρωτευουσιάνος». Κάθε λίγο και λιγάκι η νύφη μου κατεβαίνει στην πόλη γιατί έχει έλλειψη το βιβλιοπωλείο που υπάρχει εκεί.
-Βρε Θανάση, αφού έχει βιβλιοπωλείο, εσύ τι θες να βάλεις μπελά στο κεφάλι σου με κάτι που δεν ξέρεις; ρώτησα εγώ με αφέλεια.
-Εγώ είμαι επιχειρηματίας και ζω για το επιχειρείν, (νατα μας και ο Θανάσης με το επιχειρείν). Δεν θα αφήσω τον καράβλαχο, συνέχισε, να κονομάει τρελά τάλιρα έχοντας μονοπώλιο στο χωριό. Θα του το κλείσω, είπε νευριασμένος.
-Έτσι πες μου φίλε μου. Δεν πας να επιχειρήσεις. Να κλείσεις την επιχείρηση του άλλου πας. Τώρα κατάλαβα τι πας να κάνεις, ότι κάνουν οι περισσότεροι «επιχειρηματίες» στην Ελλάδα. Αντιγράφεις μια επιχείρηση που κάποιος άλλος πρώτος σκέφτηκε κι έτσι εσύ πας να πάρεις το δικό σου κομμάτι. Θανάση μου η συμβουλή μου είναι να μην το επιχειρήσεις. Άνοιξε καλύτερα καφετέρια στο χωριό απέναντι από το Λύκειο. Θα χεις καλύτερη κονόμα. Κι εκεί τέλειωσε η συνομιλία μας.
Ο Θανάσης έφτιαξε τελικά το βιβλιοπωλείο, αλλά γενέθλια δεν του γιόρτασε, το κλεισε με την ουρά στα σκέλια και τις οικονομίες του σκορπισμένες στις σελίδες κάποιων μυθιστορημάτων. Όσο για την νύφη του, οι ελλείψεις του τοπικού βιβλιοπωλείου ήταν προφάσεις εν αμαρτία, αφού ο αγαπητικός της «βοσκοπούλας» την παράτησε κι αυτή ξαφνικά βρήκε ότι το βιβλιοπωλείο κάλυπτε όλες τις ανάγκες των παιδιών της. Γιατί τις δικές της, τις έχασε ανεπιστρεπτί.