Πού πάμε;

3
1195
"Δε ζούμε με δανεικά αλλά με ιδανικά", Θεσσαλονίκη 2011 @GTKessopoulos
“Δε ζούμε με δανεικά αλλά με ιδανικά”, Θεσσαλονίκη 2011 @GTKessopoulos

Γράφει ο Αντώνης Ι. Κωνσταντινίδης*

Το  ερώτημα είναι πλέον κοινό, καθημερινό και μοιάζει να εκφράζει με τον πιο απλό τρόπο μέσα σε δύο μόνο λέξεις, την αγωνία μας για το μέλλον. Μόνο που το ερώτημα αυτό, όσο επίκαιρο και αν καθίσταται από τις ίδιες, τις τρέχουσες εξελίξεις, δεν παύει να είναι όψιμο, ενώ ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες τις περισσότερες φορές εκφέρεται όταν και μόνο εφόσον πλήττονται κάποια από τα ατομικά θεωρούμενα προνόμια χωρίς να έχει προηγηθεί του ερωτήματος αυτού η απαιτούμενη αυτοκριτική πορεία ή και η αναγκαία κάθαρση. Ίσως και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αυτοαναιρούνται τόσο οι πιθανές καλές προθέσεις για μια απάντηση-λύση του προβλήματος, όσο και το καθ’ αυτό ενδιαφέρον για τη συλλογική μας πορεία. Ένα ενδιαφέρον το οποίο τις περισσότερες φορές δεν έχει καμιά ουσιαστική δυναμική, ενώ υποκρύπτει τις περισσότερες φορές την ίδια ή παρεμφερή υποκριτική διάθεση από τους ερωτώντες.

    Αυτός ο συλλογικός μας στρουθοκαμηλισμός  που μπορεί εναγωνίως ν’ αναζητεί το «πού» όχι όμως και το «πώς» ή το «γιατί» ή ακόμη και τις πιθανές προσωπικές ευθύνες σ’ αυτήν την κατρακύλα, υποβοηθείται από το ύφος της ασκούμενης πολιτικής η οποία όχι μόνο δεν μπορεί να εμπνεύσει αλλά και αρνείται να αποδώσει τις αντίστοιχες ευθύνες. Γι’ αυτό ακριβώς, όσες θεωρίες και αν διατυπωθούν, όσες πολιτικές και αν εξαγγελθούν, θα είναι θνησιγενείς, θα πέφτουν στο κενό, αφού θα τους λείπουν δύο βασικά δομικά στοιχεία για την επιτυχία τους, το ζωντανό παράδειγμα και η εφαρμογή του νόμου.

    Είναι αποδεδειγμένο ότι ο λαός μας σε κρίσιμες φάσεις της νεώτερης ιστορίας του διακατέχεται από αυτοκαταστροφικά σύνδρομα. Αυτά όμως δεν είναι τυχαία. Ιδιοσυγκρασιακά, ως έλληνες λειτουργούμε σε  μεγάλο βαθμό με το θυμικό και συχνά προτάσσουμε το συναίσθημα έναντι της λογικής. Γι αυτό και είναι επικίνδυνες οι απόλυτες ιδεολογίες για μας. Τις υπηρετούμε αντί να μας δίνουν λύσεις, και τις υπηρετούμε με φανατισμό οπαδών γηπέδου, τις περισσότερες φορές χωρίς κρίση, σαν ένας απαίδευτος και κάποτε επικίνδυνος όχλος.

    Η ελληνική κοινωνία δια μακρόν εκπαιδεύτηκε αφενός στο να προκρίνει σε απόλυτο βαθμό το προσωπικό από το κοινό όφελος και αφετέρου να ταυτίζει την ευημερία της αυτή καθ’ αυτή είτε εξ ανάγκης είτε συνηθέστερα από απλό συμφέρον με το κόμμα και τους μηχανισμούς του.

      Ήταν και αυτή μία ακόμη διάσταση της οθωμανικής μας κληρονομιάς και κουλτούρας, η οποία έγινε ιδιαίτερα έντονη από τη δεκαετία του ογδόντα και εξής και η οποία μπορούσε να εξασφαλίσει τον προσωπικό μικρόκοσμο του καθενός έναντι της υποταγής σε κομματικές νόρμες ή στην κατ’ ευφημισμόν ιδεολογία. Ήταν η άλλη, η δεύτερη και παρασκηνιακή ανάγνωση του γνωστού συνθήματος «ο λαός στην εξουσία».

    Σ’  αυτό το παλαιοκομματικό αλισβερίσι δεν υπήρχαν ούτε αξίες ούτε αρχές. Πόσο μάλλον έννοιες όπως η αξιοκρατία, ή η ισοπολιτεία. Υπήρχε απλά μια πεπατημένη οδός και μια δοκιμασμένη συνταγή. Η άρρηκτη ιστορική σχέση από τους κοτσαμπάσηδες, στους κομματάρχες και από κει στους εξυπηρετούμενους ψηφοφόρους μπορούσε να διασφαλίσει την ύπαρξη των πρώτων και την ανταμοιβή των δεύτερων.

    Κάπου εκεί θεωρώ ότι βρίσκεται μια πιθανή εξήγηση στο γιατί εκφράζονται τόσες δημόσιες αποδοκιμασίες στον λεγόμενο πολιτικό κόσμο. Η ίδια η ροή της ιστορίας, εκ των πραγμάτων διέρρηξε αυτόν τον πάλαι ποτέ ιδιότυπο αρραβώνα αμοιβαίου συμφέροντος και απλά οι μεν δεν χρειάζονται πλέον τους δε.

    Η οικονομική κρίση έγινε ουσιαστικά ο μοχλός για την εμφάνιση αυτών των χρόνιων παθογενειών στην κοινωνική μας ζωή και μαζί με την υποβάθμιση του βιοτικού μας επιπέδου, κάπου κοντά στους αριθμούς έριξε και τα προσωπεία, αποκαλύπτοντας τ’ αποτελέσματα όχι μόνο του ατομισμού αλλά και της αμοιβαίας συνενοχής.

    Όμως  η κοινωνία μας δεν μπορεί να αντέξει το βάρος της αλήθειας, δεν μπορεί να αποτινάξει τους εθισμούς της, να ξεφύγει από τη θωπευτική λαϊκιστική κολακεία του ατομισμού και από τα κομπλεξικά σχήματα “Αριστερά-Δεξιά”. Απ’ ότι φαίνεται δεν είναι ικανή για το επόμενο βήμα, για μια παραγωγική επανάσταση και την ανασυγκρότηση της πάνω σε νέες αξίες και βέβαια πάνω στη λογική και στο αυτονόητο. Αρκείται στην εκτόνωση της δικαιολογημένης οργής και της αγανάκτησής της για τα εκάστοτε δημοσιονομικά μέτρα. Μόνο που σ’ αυτή τη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία αυτή η εκτόνωση δεν είναι επαρκής.

    Οι  ευθύνες είναι πολλές. Και αν έστω θεωρητικά μπορούμε να αποποιηθούμε το μέρισμά μας, ακόμη και αν δεχτούμε αξιωματικά ότι για όλα φταίνε οι άλλοι… οι πολιτικοί, ακόμη και σ’ αυτήν την περίπτωση ισχύει το ισοκρατικό: ”Το της πόλεως όλης ήθος, ομοιούται τοις άρχουσιν”.

* Μουσικοκριτικός

3 ΣΧΟΛΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.