Γράφει η Νένα Μυρωνίδου / [email protected]
Όταν πας να δεις Νταλάρα και να ακούσεις Καβάφη, παθαίνεις το παραλήρημα των αστικών λεωφορείων της Αθήνας και φρεσκάρεις όσα τσιτάτα έχεις κλέψει από τα ποιήματα και τα έργα του Αλεξανδρινού ιδιόρρυθμου Ελληνιστή. Είναι που θες να πάρεις μια κουταλιά από γκουρμέ μουσική, είναι που θες να σηκώνεις το φρύδι στις παρέες για τις καλλιτεχνικές σου επιλογές, τέλος πάντων, αφήνεις τον παίδαρο και πας Μέγαρο. Παρέα με μια φίλη, πάντα, για να μη σε περάσουν και για καμιά θαμώνα υπογείου βιβλιοθήκης. Και η παράσταση που σε περιμένει είναι μια συμφωνική μουσική απόδοση της γνωστής ποίησης του σχολείου και της Ιθάκης. Αυτός είναι ο Καβάφης που μυρίζει στις καρδιές μας.
Με δόξα και τιμή κράτησα κι εγώ το εισιτήριό μου, με προσμονή, στη χούφτα. Το φουαγιέ, όπως του άξιζε, κατάμεστο από μαλλιά κομμωτηρίου, κυρίους σοφιστικέ και πηγαδάκια νέων με μια πρέζα της κοινωνικής υποκρισίας «διανόηση και μετά τσιφτετέλι ή ποτό για επίδειξη γνώσεων». Και όσοι σπεύδουν να σε εξυπηρετήσουν, στα εισιτήρια και τις θέσεις, υφάκι αλά μυστικοί πράκτορες. Α, στο καλό, η πλατεία μόλις που ανέπνεε από τον κόσμο, σημειωτέον γύρω στα σαράντα οι περισσότεροι και μπράβο που «αυτά τα πράγματα» δεν είναι για μετά τη σύνταξη. Και τα έσοδα της βραδιάς στο Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Παιδιών με Αναπηρία Θεσσαλονίκης. Διπλή αξία στην παρουσία μας.
Τα φώτα σβήνουν, εμείς τη σιωπή της γνώσης και η ορχήστρα μια λαμπερή μυρμηγκοφωλιά από βιολιστές και χορωδούς. Τόσοι, που είπαμε «ο Γιώργος δε θα χωρέσει να τα πει». Το κοινό με αγάπη χειροκροτεί τον κύριο Κουντούρη, τον μαέστρο της παράστασης και όσους διακριτικά παίρνουν τις θέσεις τους. Κι επειδή, είπαμε, όταν έχεις μάθει τη συνταγή για τα γεμιστά καλύτερα από Ιθάκες και πηγαιμούς, χειροκροτείς και τη μπλόφα του κυριούλη που απλώς βρέθηκε επί σκηνής για να πάρει το αναλόγιο. Ναι, ναι. Όλοι χειροκροτήσαμε ΚΑΙ τον υπάλληλο του Μεγάρου. Καλά μας έκανε, για να μη παίρνουμε και πολύ αέρα τύπου «εγώ δε μιλάω πολύ, γιατί σκέφτομαι και προβληματίζομαι». Και τότε η σκηνή γεμίζει με την ευλαβική φιλοδοξία αιώνιου Γιώργου Νταλάρα που σου δίνει την εντύπωση προσευχής στη μελέτη και την τέχνη.
Και φυσικά ήταν κάτι θαυμάσιο. Γιατί μιλώντας και στα ίσα, δεν κρύβεται, ότι όταν οι ψυχές επικοινωνούν όπως Καρόζας-Καβάφης, υποκλίνεσαι στο μεγαλείο μιας θεϊκής συνομιλίας. Και συγχαρητήρια που στο φως έρχεται τόσο λαμπερά αυτός ο ποιητής και η ανάσα του αποκτά ήχο με τη μουσική του κυρίου Καρόζα, μιας και ο Κ.Π. Καβάφης, για την εποχή μας, είναι ο μόνος που μας καταλαβαίνει και μπορεί να εξηγήσει κάθε σύγχρονο δαίμονά μας. Μια απλή ανάγνωση μάς το αποδεικνύει άλλωστε. Και όπως ο κύριος Καρόζας ήθελε να νιώσουμε την ψυχή του, τον αποθέωσε χαρίζοντας του πνοή ανατριχιαστικών βιολιών και τον καταξίωσε κάνοντας τον αθάνατο Έλληνα, όπως όλοι της διασποράς, με το άρτιο κούμπωμα του σαντουριού και του μπουζουκιού.
Ναι, τώρα ο Καβάφης είναι σε όλους τους χώρους του σπιτιού, κι όχι μόνο στα ράφια. Γιατί η μουσική πάει παντού. Και παντρεύει τα ανόμοια, τα αταίριαστα, τα ασύμβατα. Τα ανθρώπινα, δηλαδή. Κρατώντας τη φυσιογνωμία του, από τον γιγαντιαίο προτζέκτορα της σκηνής, και με τον απόηχο της συνοδευτικής μικρής ορχηστρούλας του φουαγιέ, θυμάμαι τη βασική αίσθηση της βραδιάς. Ότι η ποίηση και η μουσική είναι οι δυο πλευρές του Θεού. Η πνευματώδης και η πιο λαϊκή. Κι όλοι εκείνο το βράδυ Τον αγγίξαμε.