Γράφει η Εύα Μπαλταγιάννη / [email protected]
Σήμερα, Σάββατο, 8 Μαρτίου του 2014, όλος ο κόσμος, γιορτάζει την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας… Ε, όχι και όλος, αν σκεφτείς, ότι κάπου μακριά, εκεί, που ούτε η φαντασία σου δε φτάνει, υπάρχει μια γυναίκα που, πριν καν καταλάβει ότι είναι γυναίκα, υποβάλλεται σε κλειτοριδεκτομή, μια άλλη, πετιέται σε ένα δρόμο, προσποιείται την πρόστυχη, τη σέξυ, τη χαρούμενη, απλώνει το χέρι για ένα ωτοστόπ που την οδηγεί σε κρεβάτια, παρτέρια, δρόμους, μια άλλη πετροβολείται μέχρι να ξεψυχήσει, επειδή άνοιξε λογαριασμό στο facebook…
Δε θέλω όμως να αναφερθώ σε εκείνες… Όχι γιατί δε με ενδιαφέρουν, αλλά, επειδή εδώ, στην Ελλάδα, που καμία σχέση δεν έχουμε με εκείνες τις γυναίκες, αντί να τιμούμε τη γυναικεία μας φύση, την υπόσταση, την ιδέα πίσω από την έννοια “γυναίκα”, πολλές κάνουμε τα πάντα, ώστε να κάνουμε τη “γυναίκα” ίση με το “τίποτα”…
Θα ασχοληθώ με τις μικρές “γυναίκες”, τα… “γυναικάκια”… Κορίτσια τα λέγαμε μέχρι που ήμουν κι εγώ στην ηλικία των 13 με 18, 19 ετών… Βασικά, το 13, ήταν ο τυχερός αριθμός του παιδιού ακόμα, ούτε κορίτσια μας έλεγαν…
Περπατώ συχνά στη Θεσσαλονίκη. Μου αρέσει ο κόσμος, τον παρατηρώ, σκέφτομαι, φαντάζομαι, κάνω και κανά τσιγάρο σε κάποιο παγκάκι της Αριστοτέλους και χαζεύω συχνά πυκνά. Παρατηρώ… Βλέπω… Σκέφτομαι…
Και ακούγονται παιδικές κοριτσίστικες φωνές. Και στο οπτικό μου πεδίο μπαίνουν άσεμνες, κακόγουστες, χοντροκομμένες εικόνες. Τακούνια, ξώστηθα, “ξέ…οπισθωφύλλωτα”, με ψυχολογικό και ηθικό vertigo.. Κάτι, τύπου “κάτι σα να έχω χάσει… Μόλις έμαθα να μετράω μέχρι το 100, αντί να κάνω εξάσκηση στο κρυφτό “5, 10, 15.. 90, 95, 100”, ξεκινάω να μετρώ πόσοι με είδαν γυμνή…
“Βιάζονται αυτά τα κορίτσια”, σκέφτομαι… Το κινητό στο χέρι και αυτομάτως, το φλερτάκι που είχαμε όλοι στο Γυμνάσιο, που, ένα ραβασάκι μέσα στο βιβλίο έβρισκα και νόμιζα πως η μαμά θα νομίσει (πως κάποιος νόμισε ότι θα νομίσουν άλλοι…), ότι έκανα κάτι κακό, ξεπερνιέται και μένει πίσω, σα να μιλάμε για την εποχή του χαλκού…
Γιατί ρε παιδιά; Είστε κορίτσια, θα γίνετε γυναίκες! Αγαπήστε το κοριτσίστικό σας, τότε θα λατρέψετε το γυναικείο σας μεθαύριο… Γυναίκα, δεν είναι κάτι άγαρμπο, κάτι ανάμεσα σε Τζούλια και Barbie, δεν είναι τακούνια και φούστες, δεν είναι μόνο φλερτ, κρεβάτια και λούσα… Είναι πολλά παραπάνω, είναι προσπάθεια, είναι δύναμη, είναι αγώνες, είναι αντοχές…
Πολύ φεμινίστρια θα πεις… Δεν είναι αυτό, αλλά, πώς να σου το εξηγήσω…
Γιατί βιάζονται τόσο πολύ να γίνουν γυναίκες; Και γιατί, αντί να παρατηρούν πώς είναι μια γυναίκα, από τη βιασύνη τους πέφτουν σε αμέτρητα και συνεχή λάθη, καταστρέφοντας ό,τι πιο όμορφο έχουν? Την παιδικο-εφηβική ηλικία;
Δεν ξέρω εάν μια γυναίκα καταλαβαίνει πότε γίνεται γυναίκα… Ακόμη παλαντζάρω ανάμεσα στο κορίτσι και τη γυναίκα… Πχ, 25 είμαι, ναι, μένω μόνη, ζω μόνη- κατά καιρούς και με παρέα-, αλλά, εάν κατέβω στη γειτονιά και τα παιδιά που μεγαλώσουμε μαζί, ζητήσουν να μ@λ@κιστούμε, παίζοντας κρυφτό, θα φορέσω πάλι τα αεροδυναμικά μου κοτσίδια και θα τρέξω να κρυφτώ καλά στην οικοδομή, κάτω από το αμάξι (δε νομίζω πως χωράω πλέον- μάλλον έγινα γυναίκα), πίσω από τον κάδο (αατατααα, ποιος ακουμπάει κάδο?- μάλλον έγινα γυναίκα) και θα τρέξω (δύσκολα είσαι- μάλλον… μάλλον μεγάλωσα) να κάνω “ξελευτερία” (ναι, έτσι το λέγαμε)…
Κατάλαβες; Βγάλε το κραγιόν, ξέβαψε τα μάτια, φόρα το τζινάκι σου και βγες στη γειτονιά… Ή στο cinema, ή στον Θερμαϊκό για σοκολάτα… Κανείς δε θα σε δει έτσι όπως νομίζεις ότι φαίνεσαι.. Α!Ξέχασα και τις χαρτοπετσέτες μέσα από το σουτιέν. Βγάλ’ τες και αυτές, δε χρειάζονται, “θα μεγαλώσει και θα στρώσει λένε όλοι”…
Προς αυτά τα κορίτσια λοιπόν, που βιάζονται να γίνουν γυναίκες και μετά θα βιαστούν να γίνουν μάνες και μεγάλες γυναίκες και στο τέλος θα έχουν χάσει τρεις φάσεις της χωής τους, τρέχοντας να πιάσουν την επόμενη:
Ήρεμα, η ηλικία τρέχει.. Η γυναικεία εποχή, εκεί είναι, σε περιμένει!!! Ζήσε λίγο το παιδικό σου, γιατί σύντομα θα πεις πως έχασες και πίσω δε γυρίζει…
Όταν ήμουν 20, συνάντησα μια συμμαθήτρια από το Γυμνάσιο.. Την πιο όμορφη, την πιο… “γυναίκα” του προαυλίου… Μου είπε:
“Α,ρε Εύα, όταν εσύ κυνηγούσες τον Γιώργο στα τσιγαροποτά, εγώ τον κυνηγούσα, για να του πιάσω τα… τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια… Και τί κατάλαβα;”
Το’ πιασες?