“Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος”:Μια σκυταλοδρομία αξιών…

0
880

70 (1)“Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος”, της Νοέλ Μπάξερ, εκδόσεις Ψυχογιός, 2010, 428 σελ.

Γράφει η Πασχαλία Τραυλού / Συγγραφέας – λογοτέχνης / [email protected]

Ο χρόνος πηγαινοέρχεται στο Κουρουτζού, αυτό το γνώρισα και το γνωρίζω καλά. Πάντα πηγαινοερχόταν. Από τότε που με έφεραν οι γονείς μου από τη Γερμανία και με παρέδωσαν στη γιαγιά. Έτσι έμαθα να μετράω το χρόνο εγώ, Σερχάτ. Δυο βήματα μπροστά και ένα πίσω. Στιγμές όλo προς τα πίσω και κανένα βήμα μπροστά».

Η ηρωίδα ήθελε να πάψει να είναι η Σουλτάνα της γιαγιάς της και να γίνει η Σουλτάνα του εαυτού της. Στον απολογισμό των πενήντα χρόνων της συνειδητοποίησε πως είχε γίνει φτυστή η γιαγιά Σουλτάνα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, όπως θα της πει ο Λυκούργος της, αυτός που τη δίδαξε ότι η αγάπη δεν είναι κτήτορας, αλλά υπηρέτης, αυτός που την έμαθε ότι η αγάπη συμπάσχει, μοιράζεται, ανέχεται, συγχωρεί. Κι αυτή η συνειδητοποίηση έρχεται τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος, στη στροφή των πενήντα όπου θαρρεί κανείς ότι η ζωή κοντοστέκεται για να σου δώσει την ευκαιρία να την καταλάβεις, να την μαλώσεις για τα λάθη, να της αλλάξεις πορεία.

Η συνάντηση με τον ξάδερφό της Σερχάτ που εξελίσσεται σε κρίκο γερό ανάμεσα στον ποντιακό εαυτό που της εμφύτευσε όσα χρόνια την ανάτρεφε η γιαγιά Σουλτάνα και  συνάμα σε… αδύναμο κρίκο ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν της καθορίζει την εξέλιξη και τη δομή του μύθου. Το παρελθόν της έχει τη ρίζα του στην Κερασούντα του Πόντου και από κει εξαπολύει ριπές μνήμης, αρώματα, γεύσεις, πίκρες, θυμό, θλίψη, μυστικά της ιστορίας που έπρεπε να μείνουν μυστικά γιατί αλλιώτικα φορτώνουν και με πρόσθετη μελαγχολία την ιστορική πορεία των Ποντίων,  αλλά και προσωπικά μυστικά, κρυμμένα σ’ ένα τσίγκινο κουτί με φωτογραφίες μικρών κοριτσιών που είχε τραβήξει ο παππούς Μυρώδης.

Ο παππούς Μυρώδης είναι εκείνος που ανακάλυψε στα προχωρημένα πενήντα του, την κρυμμένη απ’ τους δικούς της γιαγιά Σουλτάνα σ’ ένα ορφανοτροφείο μόλις στα δώδεκα. Αλλά ο έρωτας ξετρυπώνει τα πάντα. Κι έτσι ο θείος για τη Σουλτάνα Μυρώδης αρχικά κι έπειτα σύζυγος, την έπεισε να γίνει δικιά του δίνοντας στον παιδικό τότε εαυτό της μιαν απλοϊκή υπόσχεση. Ότι δεν θα αφήσει κανέναν να της πειράξει την πλεξούδα.

Αυτή η πλεξούδα θα παίξει ρόλο καταλυτικό στην ιστορία της γιαγιάς και κατ’ επέκταση στην ιστορία και της εγγονής αλλά και στην έμπνευση της συγγραφέως. Θα αποτελέσει το σημείο αναφοράς της αθωότητάς της και της τραγικότητας κάθε σημαντικής στιγμής της ζωής της. Η ίδια πλεξούδα τυλιγμένη αργότερα σαν φίδι μέσα σ’ ένα κουτί, μετά το θάνατο της γιαγιάς Σουλτάνας θα μεταφέρει το μαντάτο του θανάτου και συνάμα θα αποτελέσει το μόνο πράγμα από εκείνη για να το κλάψει η εκτουρκισμένη Ευδοξία η Οζγκιούλ, η άλλη αδερφή που έμεινε πίσω τότε με τον ξεριζωμό.

Αλλά και για τη συγγραφέα η πλεξούδα ανάγεται σε σύμβολο και στην τεχνική που την οδήγησε να πλέξει τρεις διαφορετικές ιστορίες ώστε να φωτίσει το μέλλον μέσα από το παρελθόν, ενώνοντας κάθε χωροχρονική διάσταση της ιστορίας του εαυτού της με το τώρα.

Η συγγραφέας περιγράφει και εμβαθύνει αφενός την προσωπική ιστορία της γιαγιάς Σουλτάνας που είναι συνυφασμένη με την ιστορία του ξεριζωμού των Ποντίων του όμοιου με την Κάθοδο των Μυρίων όπως αυτή περιγράφεται από τον Ξενοφώντα, αφετέρου την ιστορία της εγγονής Σουλτάνας ως αστυνομικού και ως ερωμένης του παντρεμένου, πιστού Λυκούργου στη Μερόπη την οποία περιθάλπουν μαζί ως το τέλος, και στην αστυνομική ιστορία, στις παράξενες δολοφονίες δύο διευθυντών προσωπικού σε πολυεθνικές εταιρείες, πανομοιότυπες τόσο που η εγγονή Σουλτάνα ψυχανεμίζεται ότι η μια είναι αντιγραφή της άλλης απλώς και όχι προερχόμενες από το ίδιο φονικό χέρι. Οι ιστορίες ενώ φαίνονται ανεξάρτητες εντέλει είναι αλληλένδετες και καταλήγουν στην ίδια χοάνη, στην ψυχή της ηρωίδας που ζυμώνεται και διαμορφώνεται απ’ όλες αυτές τις επιρροές.

Ακόμη και στο κομμάτι της αστυνομικής ιστορίας ανεμίζει η αχτένιστη πλεξούδα της κόρης του φονευθέντος διευθυντή προσωπικού Παπαγιάννη, μια ορφανή πλεξούδα, που αρνείται να επιτρέψει σε άλλον να βάλει χέρι στις ατίθασες τρίχες της, νοσταλγώντας μονάχα το πατρικό άγγιγμα.

Κυρίαρχο στοιχείο ο Πόντος, ως θάλασσα, γεύση, χρώμα, φως, πατρίδα, νοσταλγία, σκοτάδι. Λέξη λέξη η γιαγιά φύτευε στην ψυχή της εγγονής τις αξίες τις φερμένες μες στους μπόγους των προσφύγων. Πότε πότε ξεπετιόταν κάνα βλαστάρι διαφορετικό απ’ όσα της δίδαξε, αλλά και πάλι η γιαγιά κατάφερνε να το προσαρμόσει στις αξίες του παρελθόντος.

Ενδιαφέρουσα οπτική της κοσμοθεωρίας της γιαγιάς προβάλλεται από την πένα της συγγραφέως όταν παρουσιάζει τη στάση της γιαγιάς απέναντι στα εγκλήματα του Πόντιου Εθνικιστή Αντών Τσαούς.

«Σου το απαγορεύω να μιλήσεις γι’ αυτή την υπόθεση» είπε η γιαγιά και χτύπησε το χέρι στο τραπέζι. «Δεν σου το είπα για να το κάνεις βούκινο. Ο Αντών Τσαούς είναι Πόντιος».

Η γλώσσα είναι λιτή, καυστική, με ιδιαίτερη ζωντάνια. Πρωτοστατεί το χιούμορ, ένα χιούμορ γλυκόπικρο, αυθεντικό, που συμβάλλει στην ανάδειξη του τραγικού. Υπάρχει μια ισοβαρής ανάπτυξη της εσωτερικής και της εξωτερικής δράσης των ηρώων και συνάμα η συγγραφέας κινείται ευέλικτα και παράλληλα στον κόσμο του φαίνεσθαι και του είναι των ηρώων, με εστίαση στις σκέψεις και στα συναισθήματά τους. Στόχος, η απόφαση που είναι απόδειξη λύτρωσης και συνάμα επιθυμίας να απαλλαγεί καθένας απ’ τις σκιές που κουβαλάει, κάνοντας το απαραίτητο ξεσκαρτάρισμα στ’ αμπάρια της ψυχής του απ’ τα φορτία του παρελθόντος.

Οι ήρωες της Μπάξερ πετυχαίνουν όχι μόνο το στόχο της αυτογνωσίας αλλά ανάγλυφοι καθώς είναι, ανασυνθέτουν μια ολόκληρη εποχή (όσοι είναι ενταγμένοι στην ιστορία της γιαγιάς Σουλτάνας) και ένα ολόκληρο κατεστημένο (όσοι είναι ενταγμένοι στην ιστορία της εξιχνίασης του εγκλήματος) καταδεικνύοντας ταυτόχρονα το ρόλο της συντροφικότητας και της αγάπης όσοι (κυρίως η Σουλτάνα, ο Λυκούργος και η Μερόπη) δρουν στην ερωτική ιστορία της Σουλτάνας της νεώτερης.

Οι ιδέες οι αραδιασμένες μπροστά σ’ ένα μουσαμαδένιο τραπεζομάντιλο που πεισματικά η γιαγιά δεν αλλάζει, εμμένοντας έτσι συμβολικά στο παρελθόν και στις παλιές αξίες, είναι μια σκηνή δυναμίτης που αποδεικνύει ότι η μια εικόνα ισοδυναμεί πράγματι με χίλιες λέξεις. Η Νοέλ Μπάξερ με την τεχνική της εικόνας και τη χρήση της καθημερινής λεπτομέρειας μεταμορφώνει την περιγραφή σε αγγελιοφόρο σημαντικών μηνυμάτων την κατέχει καλά, λειτουργώντας άλλοτε με ελεγχόμενο λυρισμό και άλλοτε χειρουργικά.

Η γλώσσα ρέει. Είναι καυτή, φυσική, ωμή όπου και όπως χρειάζεται. Διαθέτει το μέτρο εκείνο που δεν την κάνει ούτε υπερβολική, ούτε ανιαρή, ούτε ψεύτικη. Την κάνει πηγαία και αυθόρμητη γλώσσα των ηρώων που έχουν διαφορετικούς χαρακτήρες, εμπειρίες και πληγές. Είναι γλώσσα που συνδυάζει την λιτότητα του σεναρίου και το νευρωτικό χαρακτήρα της ποιητικής ροής.

Κορυφαίο σημειολογικό στοιχείο του έργου είναι η αναφορά στην τραγωδία της Αντιγόνης και η αντιστοίχισή της με τη δράση του εγκλήματος στο έγκλημα που εξιχνιάζει η Σουλτάνα.
Τη στιγμή που πεθαίνει η γιαγιά, ήταν γραφτό της Σουλτάνας να μείνει «με λίγο λιγότερο Κουρουτζού» γι’ αυτό και «στα γόνατα βάλθηκε να μαζεύει απ’ το πάτωμα τα κομμάτια από το καλό φλιτζάνι της γιαγιάς κι έκλαιγε με λυγμούς. Κλαίγοντας τα άπλωσε στη φούστα της και προσπάθησε να συνθέσει πάλι το φλιτζάνι, να ελέγξει ότι δεν έλειπε από το θησαυρό ούτε κομματάκι». Όμως «είναι νεκροί και φταίνε οι ζωντανοί για τη θανή τους» θα ξεπηδήσει ακόμη κι εκείνη τη στιγμή μια ταιριαστή φράση της Αντιγόνης.

Απ’ το παρόν στο παρελθόν, κι απ’ το παρελθόν ξανά στο παρόν, μια σκυταλοδρομία αξιών, ένα ταξίδι συνεχές με προορισμό το μέλλον, αποτυπώνεται σε αυτό το βιβλίο. Μέσα σε μια νύχτα η ηρωίδα δεν βρίσκει μόνο τον προορισμό της. Καταστρώνει και το χάρτη του αύριο. 

Προηγούμενο άρθροΤο καλοκαίρι χτυπά τη Θεσσαλονίκη
Επόμενο άρθροΈναρξη νέου κύκλου μαθημάτων αγγλικής γλώσσας από την Κ.Ε.ΔΗ.Θ.
Τι είναι το thinkfree; Καλή ερώτηση. Μια παρέα, έτσι ξεκίνησε κι έτσι συνεχίζει, που θέλει να ποστάρει χωρίς περιορισμούς ό,τι την ευχαριστεί. Ό,τι γράφει ή ό,τι διαβάζει. Στο thinkfree δίνουμε το λόγο στους ανθρώπους του πολιτισμού μέσα από τη δραστηριότητά τους, αναδεικνύουμε νέα πρόσωπα με κοινό χαρακτηριστικό τη θετική σκέψη (think positive) και τη δημιουργικότητα σε κάθε τομέα και χώρο (πολιτιστικό, επιχειρηματικό, επιστημονικό κ.ά.), φιλοξενούμε ελεύθερα (write free) τεκμηριωμένες απόψεις για θέματα πολιτικής πολιτισμού, πολιτικής και κοινωνίας, οικολογίας και αστικού περιβάλλοντος, αρχιτεκτονικής και υγιεινής ζωής. Το thinkfree είναι κι ένα διπλό πείραμα: σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων που το στηρίζουν, αλλά και δημιουργίας ενός no budget ηλεκτρονικού περιοδικού (e-magazine). Γι' αυτό δεν είναι τυχαίο ότι μακροημερεύουμε χωρίς δυσκολία! Με σεβασμό και εκτίμηση, με αγάπη γι' αυτό που κάνουμε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.