
ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΑΝΕΙΚΑ Γράφει η Άντζελα Ζιούτη / συγγραφέας / [email protected]
Μέχρι τώρα το νεαρό αγόρι της οικογένειας, ο Άκης πήγαινε μόνος του, μόνο στην κατασκήνωση. Μάζευε από το προηγούμενο βράδυ τα τηλεκατευθυνόμενα αυτοκινητάκια του, έριχνε σε ένα σάκο απορριμμάτων τα εικονογραφημένα περιοδικά που θα ήθελε να ξαναδιαβάσει αραχτός κάτω από τη σκιά ενός πεύκου και πριν κλείσει τη βαλίτσα του δεν παρέλειπε να πετάξει μέσα το μαγιό του. Βατραχοπέδιλα, πετονιές, ρακέτες και φύγαμε. Την επόμενη μέρα το πρωί, η μαμά του, τον αποχαιρετούσε σχεδόν δακρυσμένη στην πόρτα του σπιτιού τους, με τις φωνές του μικρού αδελφού να τη διακόπτουν την ώρα που έδινε τις τελευταίες συμβουλές στον κανακάρη της: «Κι όπως είπαμε ε; Να μην κάθεσαι πολλές ώρες στον ήλιο, να φοράς αντηλιακό, να μην κολυμπάς φαγωμένος, να μην ξενυχτάς …». Που μυαλό όμως ο κανακάρης της για να ακούσει τον μακρύ κατάλογο των μητρικών απαγορεύσεων. Είχε ήδη καθίσει στη θέση του συνοδηγού και ο μπαμπάς του πατούσε γκάζι προς την έξοδο της πόλης.
Το νεανικό του πρόσωπο φεγγοβολούσε από χαρά. Δεν πολυμίλαγε με τον πατέρα του σα να ήθελε να κρατήσει μόνο για αυτόν την ξαφνική του τύχη. Δύο ολόκληρες βδομάδες χωρίς τους γονείς του! Κι αν η ελευθερία χρειάζεται αρετή και τόλμη, όπως του μάθανε στο σχολείο, η δική του ελευθερία προϋπόθετε ακριβώς αυτό: να φύγει μακριά από την πατρική εστία. Να ανοίξει το φτερά του και να πετάξει προς την ανεξαρτητοποίηση του. Κι εδώ που τα λέμε, ούτε και οι γονείς του είχαν αντίρρηση σε αυτό: ήταν η τέλεια ευκαιρία για να δομήσει την προσωπικότητά του και να κοινωνικοποιηθεί. Να δοκιμαστεί σε ένα τεστ, όπου μπορεί το ίδιο το παιδί να φροντίζει με υπευθυνότητα τον εαυτό του δίχως την επίβλεψη των ενηλίκων.
Κι αφού ο γόνος πήρε «άριστα» σε αυτό, στα δεκάξι του σήμερα, θα δώσει ένα ακόμη τεστ εμπιστοσύνης από τους γονείς του: θα πάει για πρώτη φορά διακοπές με τους φίλους του. Στα Κουφονήσια ή στο Μαγγανάρι της Ίου. Στην ισπανική Ίμπιζα ή στην πολυτάραχη Μύκονο. Η νεανική παρέα έχει ήδη ανοίξει τον χάρτη και σημειώνει με ένα κόκκινο κύκλο τους υποψήφιους προορισμούς. «Πάμε καμιά Μαγιόρκα;» λέει ο ένας, στριφογυρίζοντας το σκουλαρίκι, επειδή του ενοχλούσε το λοβό του αυτιού. «Δε πάμε κάπου πιο κοντά …. πως θα το πω στους γονείς μου» λέει ο δεκαεξάρης με τη μπλούζα που είχε στάμπα τους Νιρβάνα. «Αν θες να πας πιο κοντά, να πας … στην κατασκήνωση!» πετάγεται μετά ο πιο ξεθαρρεμένος της παρέας.
Τελικά ο κύβος ερίφθη! Μύκονος και τα μυαλά στο …Super Paradise. Ξέφρενος χορός πλάι στο κύμα από το απόγευμα μέχρι να ανατείλει το άλλο πρωί ξανά ο ήλιος. Η ατμόσφαιρα μυρίζει αλκοόλ και ιδρώτα. Οι δεκαεξάρηδες για πρώτη φορά στη ζωή τους είδαν στον σκοτεινό ουρανό της Μυκόνου το λυκόφως και πως είναι η μέρα να διαδέχεται τη νύχτα. Έβγαλαν τα γυαλιά ηλίου από το τσεπάκι και κατηφόρισαν προς τη χώρα να πιούνε έναν φραπέ να διαλύσει το ρούμι. Σήμερα θα χτυπήσουν και το πρώτο τατουάζ. Ο ένας αποφάσισε να χτυπήσει έναν άγγελο, ο άλλος τον αστερισμό του Λέοντα και ο Άκης μία σπασμένη κλειδαριά. ‘Άλλωστε είχε πλέον «διαρρήξει τη φυλακή» της οικογενειακής προστασίας. Του απαγορευμένου και του μη.