Η παράσταση “Ισορροπία του Nash” μπορεί να κατέβηκε, αφού παίχτηκε βεβαίως για περίπου δυο εβδομάδες, όμως η συζήτηση συνεχίζεται, θα έλεγα φουντώνει, καθώς τώρα προσπαθούμε μάλλον να προσδιορίσουμε ποιο ακριβώς είναι το… θέμα που προκύπτει από όλο αυτό το πράγμα: Η λογοκρισία ή το ανέβασμα;
- Οι συγγενείς των δολοφονηθέντων από τους τρομοκράτες αποδοκίμασαν το έργο αλλά δεν ζήτησαν το κατέβασμα.
- Η αμερικανική πρεσβεία μάλλον το ζήτησε.
- Ο καλλιτεχνικός διευθυντής Στ. Λιβαθινός αποφάσισε το κατέβασμα, αφού πρώτα είχε αποφασίσει το ανέβασμα.
- Ο υπουργός Μπαλτάς διαφωνεί με το κατέβασμα.
- Το δ.σ. του Εθνικού Θεάτρου εκ των υστέρων (;) διαχωρίζει τη θέση του από την απόφαση του καλλιτεχνικού διευθυντή για το κατέβασμα.
Πριν λίγες ώρες πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το Εθνικό Θέατρο με σύνθημα “Όχι στη λογοκρισία”.
Αλλά προφανώς είναι λάθος η λογοκρισία. Δηλαδή το κατέβασμα ενός έργου που παίζεται στη σκηνή. Και γι’ αυτό ένας καλλιτεχνικός διευθυντής δεν εξιλεώνεται με το κατέβασμα. Μάλλον χειρότερα τα κάνει τα πράγματα. Θα ήταν πιο έντιμο να παραιτηθεί αφού υποτίθεται θίγεται θέμα αρχών.
Εκείνο που οφείλει να εξηγήσει, εκτός από το γιατί το κατέβασε, είναι και γιατί το ανέβασε. Γιατί το επέλεξε. Όχι ποια ήταν τα καλλιτεχνικά κριτήρια. Αυτό είναι αποκλειστικό δικαίωμά του. Να εξηγήσει ποιοι ήταν οι λόγοι που το επέλεξε. Τα περαιτέρω κίνητρα. Γιατί θεώρησε ότι έχει έρεισμα στην κοινωνία.
Αν θέλετε, το θέμα δεν είναι τόσο μεγάλο όσο φαίνεται. Παρολίγον δεν θα το έπαιρνε χαμπάρι κανείς. Ούτε τόσο σπουδαίο, αν το αντιμετωπίσει κανείς από καλλιτεχνικής πλευράς. Γι’ αυτό και είναι δικαιολογημένες οι -αυτονόητες- ανακοινώσεις κατά της λογοκρισίας από δεκάδες φορείς που κινούνται περί του πολιτισμού.
Το πρόβλημα προκύπτει στο βαθμό που διαφαίνεται ότι υπάρχουν πολιτικά κίνητρα. Στο βαθμό που αποκαλύπτει ότι υπάρχουν σκηνοθέτες, επικεφαλής κρατικών φορέων, ηθοποιοί, βουλευτές, υπουργοί που θεωρούν ότι η τρομοκρατία της 17Ν δεν ήταν τρομοκρατία αλλά κάτι πιο… ανθρώπινο -άποψη σαφώς μειοψηφική στην ελληνική κοινωνία. Προφανώς εάν ο καλλιτεχνικός διευθυντής είχε στην οικογένειά του θύμα της τρομοκρατίας, δεν θα επέλεγε το συγκεκριμένο έργο. Οπότε τώρα δεν θα είχαμε θέμα συζήτησης.
Εν ολίγοις, είναι πολιτικό το θέμα. Δεν έχει να κάνει με την ελευθερία της τέχνης – της έκφρασης – του λόγου. Εξάλλου και αυτά τα πεδία δεν είναι χωρίς περιορισμούς ούτε καλύπτουν το εύρος της φαντασίωσης ή της ιδεοληψίας του καθενός.
Ας μην βγάλουμε, λοιπόν, πάλι τα μάτια μας με τα χέρια μας. με μια τυφλή αντίδραση (αφού διασύραμε τη χώρα μας επί χρόνια ως ρατσιστική και τώρα υπογράφουμε όλοι όσοι το υποστηρίζαμε για να πάρουμε Νόμπελ Ειρήνης για τον ανθρωπισμό μας απέναντι στους πρόσφυγες, καιρός είναι τώρα να της κολλήσουμε διεθνώς την ταμπέλα της ανελεύθερης χώρας, εκείνης όπου το θέατρο απαγορεύεται…)
Αντί να διαμαρτυρόμαστε για λογοκρισία, εδώ στη χώρα της ασυδοσίας, θα ήταν χρήσιμο να συνειδητοποιήσουμε ότι πρόκειται για πολιτική επιλογή. Πλέον, στον πολιτικό χρόνο τον οποίο βιώνουμε, όπως η γενοκτονία των Ποντίων δεν είναι πια γενοκτονία αλλά εθνοκάθαρση, έτσι και η τρομοκρατία δεν ήταν τρομοκρατία αλλά ένα βαθύ ανθρωπιστικό ιδεώδες. Άσε που αφού δεχθήκαμε άνευ όρων το χλευασμό του Μωάμεθ (τώρα, είμαστε… τι;), στα θύματα της τρομοκρατίας θα κολλήσουμε; Απλά πράγματα…
Ακολουθεί η ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού:
“Η κοινωνική ευαισθησία σχετικά με το ζήτημα της βίαιης και δολοφονικής δράσης ένοπλων ομάδων είναι δικαίως μεγάλη. Συμμεριζόμαστε αυτή την ευαισθησία και συμπαραστεκόμαστε πλήρως στους οικείους των θυμάτων.
Η ίδια αυτή η κοινωνική ευαισθησία όσο και η μνήμη των θυμάτων προσβάλλονται από τις τυφλές αντιδράσεις απέναντι σε μια θεατρική παράσταση. Αυτές οι αντιδράσεις, που δεν ασχολούνται με το συγκεκριμένο περιεχόμενο ή τους σκοπούς μιας παράστασης, καθιστούν αδύνατη κάθε νηφάλια αποτίμηση του καλλιτεχνικού έργου και κάθε ουσιαστική δημόσια συζήτηση τόσο για τη μνήμη των θυμάτων όσο και για το φαινόμενο της ανεξέλεγκτης βίας.
Το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού δεν έχει καμία αρμοδιότητα ούτε την πρόθεση να παρεμβαίνει στο ρεπερτόριο των δημόσιων θεατρικών σκηνών. Όμως, δεν μπορεί παρά να σημειώσει ότι, για την πολιτιστική ζωή της χώρας, είναι θλιβερό και ανησυχητικό το γεγονός πως το Εθνικό Θέατρο, στο κλίμα που δημιουργήθηκε, βρέθηκε αντιμέτωπο με τέτοιου είδους απειλές, ώστε εντέλει υποχρεώθηκε να κατεβάσει το επίμαχο έργο πριν από την προγραμματισμένη λήξη των παραστάσεων”.
Η ανακοίνωση του δ.σ. του Εθνικού Θεάτρου
«Κατανοούμε τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής και την αγωνία του μήπως συμβεί κάτι έκρυθμο στο κοινό, τους ηθοποιούς και τους συντελεστές της παράστασης η «Ισορροπία του Nash», αλλά πιστεύουμε ότι έπρεπε να ολοκληρώσει τον κύκλο της και διαφωνούμε με το κατέβασμα του έργου. Μα πιο πολύ απ’ όλα θέλουμε να εκφράσουμε δημοσίως την αγωνία μας γι’ αυτή την αδιανόητη επίθεση που υφίσταται η τέχνη τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.
Κάποιοι επιθυμούν να μας ρίξουν σ’ ένα βαθύ συντηρητισμό και μάλιστα σε μια στιγμή που γύρω μας καταρρέουν όλα τα αυτονόητα. Εξαφανίζεται πλέον και η απλή λογική: από πού κι ως πού όταν ο καλλιτέχνης μιλάει για ένα θέμα και το ερευνά, σημαίνει ότι το αγκαλιάζει και το ενστερνίζεται; Από πότε υπάρχουν στην τέχνη θέματα ταμπού; Θα ‘πρεπε να διαγραφούν λαμπρά κομμάτια από τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, το θέατρο, αν υπερίσχυε αυτή η αόρατη λίστα απαγορεύσεων!
Ο Αισχύλος θα περνούσε πολύ άσχημα, αν ήταν σύγχρονός μας, επειδή είχε την τόλμη στους “Πέρσες” να εστιάσει στον πόνο και στο θρήνο των εχθρών και μάλιστα λίγα χρόνια αφότου αυτοί είχαν κατακάψει τη χώρα του. Πολεμιστές από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας ζούσαν ακόμη όταν πρωτοανέβηκε η παράσταση. Κι απ’ ότι ξέρουμε δεν απειλήθηκε η σωματική του ακεραιότητα.
Η τέχνη οφείλει να φιλοξενεί τη φωνή των αδικημένων αλλά και των αδικούντων. Αλλιώς δεν θα ‘πρεπε να ανεβαίνει κανένα έργο του Σαίξπηρ».