ΓΑΛΑΖΙΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ

1
2008

anoia Γράφει η Νατάσσα Καραμανλή

Μεσημέρι καλοκαιριού κι η άσφαλτος καίει κάτω από τα σανδάλια μου.

Στη στάση για το 30, όλο κι όλο περιμένουν τέσσερις γυναίκες.

Λιώνουμε όλες μας, καθώς αναμένουμε για δεκατέσσερα ολόκληρα λεπτά κι η ανακούφιση του air condition με το άνοιγμα της πόρτας του λεωφορείου, είναι μια στιγμή ευφορίας μέσα στο βουβό μεσημεράκι.

Θα φτάσω νωρίς στη δουλειά, έτσι το ήθελα κι έτσι το υπολόγισα, καθώς η υπόσχεση ενός δροσερού χώρου με ελκύει πολύ περισσότερο, από δέκα λεπτά ηρεμίας στο ζεστό μου διαμέρισμα.

Στην πρώτη στάση μένουμε σταματημένοι για πέντε λεπτά.

Μέσα στο αστικό είμαστε τώρα οι τέσσερεις γυναίκες, ο οδηγός, μια γιαγιά κι δυο ηλικιωμένοι κύριοι, ο ένας από αυτούς κουβαλά στο χέρι έναν ανεμιστήρα δαπέδου(!)

Γύρω μου επικρατεί μία περίεργη δραστηριότητα, μα δεν ανησυχώ, ακόμα τουλάχιστον, μιας  και με αυτήν την καθυστέρηση  θα είμαι στην ώρα μου.

Ο οδηγός βαδίζει προς το πίσω μέρος του λεωφορείου.

Κρατά στο χέρι του το κινητό του τηλέφωνο και μιλάει με κάποιον δυνατά.

Πλησιάζει τη γιαγιά και την ρωτά αν θυμάται που μένει.

Η γιαγιά, όπως την αποκαλεί ο οδηγός, είναι μια κυρία της τρίτης ηλικίας.

Έχει ολόλευκα μαλλιά κομμένα κοντά και είναι αρκετά καλοβαλμένη, μα έχει κάτι παράδοξο επάνω της, κάτι που δεν συνάδει με τη γλυκύτητα που  αποπνέουν τα μάτια της.

Φορά ένα μπλε σκούρο φόρεμα μακρύ, με κουμπάκια μπροστά και γκρι παντόφλες.

Στα πόδια της έχει ένα πλαστικό καφάσι, από όπου εμφανίζονται τσαλακωμένες σακούλες από γνωστό σουπερ μάρκετ. Μια από αυτές έχει μια φιάλη απορρυπαντικού, κενή προφανώς, καθώς η γιαγιά με το διάφανο χέρι της, την κουνά πέρα δώθε με άνεση.

Δεν κρατά τσάντα, ούτε πορτοφόλι και στο άλλο της χέρι, κρατά ακόμα μια μεγάλη πλαστική σακούλα που μοιάζει να είναι γεμάτη με ρούχα.

«Ναι, δεν θυμάται, κάπου στη Μακεδονίας λέει ότι είναι το σπίτι της, ελάτε σας παρακαλώ σύντομα όμως, γιατί κλείνω το δρόμο» λέει ο οδηγός και κλείνει το κινητό.

Οι λιγοστοί επιβάτες αναδεύονται για λίγο στα καθίσματα τους, κάποιοι το σκέπτονται να φύγουν, μαζί τους κι εγώ, μα έχει δροσιά εδώ μέσα και δεν πιστεύω πως θα αργήσω.

Η γιαγιά μιλά με μια από τις κυρίες της στάσης, «Όταν είναι μέρα, μπορώ να το βρω, γιατί να ταλαιπωρώ τώρα τόσους ανθρώπους; Ας με αφήσει να φύγω ο οδηγός.»

«Έλα γιαγιά, δεν είναι ντροπή που χάθηκες, αυτά συμβαίνουν» της απαντά η κυρία με σπαστά ελληνικά.

Η γιαγιά ντρέπεται σκύβει το κεφάλι της , για να αποφύγει τα έντονα βλέμματα μας.

Βλέμματα ξένα, σκληρά, ματιές που δεν δηλώνουν ενδιαφέρον, παρά μια αδίστακτη περιέργεια.

«Έρχεται το 100, σε λίγο θα είσαι σπίτι σου γιαγιά, κάνε κουράγιο» λέει ο οδηγός και ανοίγει τις πόρτες, σημάδι για όποιον θέλει να βγει, για να περιμένει το επόμενο λεωφορείο.

«Αφού μπερδεύεσαι, γιατί ξεπορτίζεις βρε γιαγιά; Ε;” Μια από τις γυναίκες έχει σκύψει μπροστά της και με το ένα χέρι στη μέση, σαν επίπληξη σε άτακτο παιδί, νουθετεί την χαμένη γιαγιά.

«Τι της λέτε τώρα, για φανταστείτε, μπορεί να ήταν η μάνα σας, ή κάποτε σεις αυτή που θα είναι χαμένη στην ίδια της την πόλη.»

Ήταν ο κύριος με τον ανεμιστήρα που έλαβε θέση και όλα γύρω πάγωσαν.

Τα λόγια του μας έβαλαν σε σκέψεις. Ο καθένας μας φαντάστηκε το άχαρο παρόν της γυναίκας που δεν θυμόταν που ζούσε, ακόμα κι όταν όλη η ζωή της περιστρέφονταν γύρω από εκείνο  το σπίτι.

Είδαμε τη φρίκη στα μάτια του ανθρώπου που βιώνει καθημερινά την απώλεια της μνήμης του.

Κατεβαίνουμε από το αστικό και περιμένουμε το επόμενο. Όλοι έχουν  από κάτι να πουν για το περιστατικό. Τους κοιτάζω πίσω από τα σκούρα γυαλιά μου και σωπαίνω.

Ακούω να λένε πως φταίνε τα παιδιά, η αδιαφορία, η κοινωνία, η κρίση, οι γιατροί, τα χάπια, τα ιδρύματα που είναι απλησίαστα λόγω  υψηλού κόστους.

Φταίει η ίδια, γιατί αγνοεί την κατάσταση της.

Το περιπολικό καταφθάνει στα επόμενα δέκα λεπτά και μια νέα γυναίκα βάζει  με προσοχή τη γιαγιά στο πίσω κάθισμα.

Η γιαγιά με το μπλε φόρεμα μας κοιτάζει έναν προς ένα, σα να μας αποχαιρετά και τα αποπροσανατολισμένα μάτια της είναι πλημυρισμένα από ένα γαλάζιο παράπονο….

Προηγούμενο άρθροJAZZ ON THE HILL – HIROMI: THE TRIO PROJECT
Επόμενο άρθροΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ALFREDO’S GARDEN! Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΚΠΛΗΞΗ
Τι είναι το thinkfree; Καλή ερώτηση. Μια παρέα, έτσι ξεκίνησε κι έτσι συνεχίζει, που θέλει να ποστάρει χωρίς περιορισμούς ό,τι την ευχαριστεί. Ό,τι γράφει ή ό,τι διαβάζει. Στο thinkfree δίνουμε το λόγο στους ανθρώπους του πολιτισμού μέσα από τη δραστηριότητά τους, αναδεικνύουμε νέα πρόσωπα με κοινό χαρακτηριστικό τη θετική σκέψη (think positive) και τη δημιουργικότητα σε κάθε τομέα και χώρο (πολιτιστικό, επιχειρηματικό, επιστημονικό κ.ά.), φιλοξενούμε ελεύθερα (write free) τεκμηριωμένες απόψεις για θέματα πολιτικής πολιτισμού, πολιτικής και κοινωνίας, οικολογίας και αστικού περιβάλλοντος, αρχιτεκτονικής και υγιεινής ζωής. Το thinkfree είναι κι ένα διπλό πείραμα: σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων που το στηρίζουν, αλλά και δημιουργίας ενός no budget ηλεκτρονικού περιοδικού (e-magazine). Γι' αυτό δεν είναι τυχαίο ότι μακροημερεύουμε χωρίς δυσκολία! Με σεβασμό και εκτίμηση, με αγάπη γι' αυτό που κάνουμε.

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Νατάσσα με συγκίνησε η κατανόηση , η ευαισθησία σου για τη γηραιά κυρία με την άννοια. Οι περιγραφές σου τόσο εύστοχες και ζωντανές που την όλη σκηνή για λίγο την έζησα Πολύ όμορφο κείμενο μπράβο σου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.