«Αναφορά στον Γκρέκο», με τον Τάκη Χρυσικάκο
Της Τέσυ Μπάιλα
«Η αφετηρία και η βάση του θεάτρου, όπως και κάθε μορφής τέχνης, είναι η ποίηση και η μαγεία. Αν λείψουν αυτά, δεν υπάρχει θέατρο», έγραφε ο Κάρολος Κουν. Το ίδιο συμβαίνει και με τη λογοτεχνία. Στη μαγεία και στο όνειρο στηρίζεται. Δυο μορφές τέχνης υπαρκτικά αυτοδύναμες, συνδυασμένες σε μια δυναμική αφηγηματική σχέση μετατρέπουν το λόγο σε εικόνα και το αντίστροφο. Ο Τάκης Χρυσικάκος με την ερμηνευτική αλλά και σκηνοθετική προσέγγιση του καζαντζακικού λόγου κάνει πράξη τα λόγια του Κάρολου Κουν και χαρίζει στους θεατές, σε ένα ρεσιτάλ υποκριτικής, όλη τη μαγεία και την ποίηση του κειμένου, εστιάζοντας στην αφηγηματική διαλεκτική των δύο αυτών μορφών τέχνης.
Η «Αναφορά στον Γκρέκο» θεωρείται ως ένα από τα σπουδαιότερα έργα που γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα. Τα συναγμένο απόσταγμα της σοφίας και του διανοητικού στοχασμού του Καζαντζάκη σε έναν κορυφαίο μονόλογο απευθυνόμενο προς τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Κάθε γειτνίαση με το τεράστιο αυτό έργο είναι το λιγότερο απαιτητική. Και φαντάζει ανεπίτευκτο το εγχείρημα να το προσεγγίσει κάποιος «ανασταίνοντάς το» σε μια θεατρική σκηνή.
Ο Τάκης Χρυσικάκος όμως αποφάσισε να το επαναφέρει ολοζώντανο, σήμερα, επειδή, περισσότερο ίσως από ποτέ, ακούγεται επίκαιρο, διαχρονικό και αναλλοίωτο. Ο ταλαντούχος ηθοποιός ερμηνεύει σπαρακτικά. Μοιάζει να έχει καταβυθιστεί μέσα στο κείμενο, να έχει πλήρως ταυτοποιηθεί με τον άνθρωπο που αποφάσισε να ενσαρκώσει και να μεταφέρει, όχι μόνο τα συναισθήματα και τις βιωμένες εμπειρίες του μεγάλου Κρητικού, αλλά την ίδια τη σάρκα, «το αίμα, τον ιδρώτα και τα δάκρυά του».
Ο θεατής συμπαρασύρεται σε ένα ταξίδι γνώσης. Νιώθει ότι ο άνθρωπος που βλέπει μπροστά του στη σκηνή είναι ο Καζαντζάκης, επειδή ο Χρυσικάκος δεν υποδύεται αλλά μετατρέπεται ο ίδιος σε εκείνη την πύρινη κραυγή που γνωρίσαν όλοι όσοι διάβασαν κάποια στιγμή την «Αναφορά στον Γκρέκο». Ο θεατής ξεχνιέται να πιστεύει πως βρίσκεται απέναντι από τον συγγραφέα και τον ακούει να μιλά διά στόματος Χρυσικάκου και να απολογείται για τη ζωή του στον Θεοτοκόπουλο, αποζητώντας την προσωπική του λύτρωση.
Ακούει τα σπαράγματα της ζωής του μεγάλου στοχαστή δεμένα σε ένα ενιαίο σύνολο χωρίς χάσματα ή κενά, αλλά σε μια μορφοποιημένη σύνοψη του μεγάλου αυτού έργου. Από την παιδική ηλικία, τη σχέση του με τους γονείς και τους προγόνους του, τον πρώτο του έρωτα, τη γυναίκα, τη σχέση του με τον Σικελιανό, τον Ζορμπά, τον Όμηρο, τη θρησκεία, το θέατρο και τη φιλοσοφία. Στιγμές εναλλάσσονται και φωτίζουν, άλλοτε με χιούμορ και παιγνιώδη διάθεση τον άνθρωπο Καζαντζάκη και άλλοτε με πάθος και ένταση τον συγγραφέα και διανοητή.
Ο λόγος συναντάται με την κρητική μουσική. Ο μονόλογος διακόπτεται σε καίρια σημεία, όταν η φόρτιση έχει δονήσει κοινό και πρωταγωνιστή σε ένα οδυνηρό κίνημα ψυχής. Η φωνή της Γεωργίας Νταγάκη και η μουσική του Χρυσοστόμου Καραντωνίου γίνονται ένα απαραίτητο και τόσο δυνατό «στάσιμο» στα κρεσέντα των επεισοδίων, μια ανάσα αποφόρτισης σε στιγμές μεγάλων εντάσεων.
Ο Τάκης Χρυσικάκος υπογράφει τη δική του «Αναφορά στον Γκρέκο» με μια σπαρακτικά καθηλωτική ερμηνεία. Ο ηθοποιός γίνεται μια γέφυρα και ενώνει το παρελθόν με ένα οδυνηρό παρόν. Πραγματοποιεί μια συνομιλία. Έναν διάλογο της καθάριας, καζαντζακικής σκέψης, που παραμένει λαγαρή και απροσκύνητη, με τη σημερινή Ελλάδα. Δονείται και ο ίδιος από εκείνη την κραυγή διαμαρτυρίας που εξαπέλυσε ο Καζαντζάκης πολλά χρόνια νωρίτερα και κινεί την ψυχή του θεατή ενάντια στην ταπείνωση που υφίσταται η χώρα για να επαναφέρει στις συνειδήσεις αξίες διαχρονικές αυτού του τόπου, αφανισμένες τα τελευταία χρόνια. Αξιοπρέπεια, φιλότιμο, λεβεντιά, ελληνικός πολιτισμός, ελληνικός τρόπος συμπεριφοράς. Όλα όσα γαλούχησαν γενιές ολόκληρες και νοηματοδότησαν τον τρόπο ζωής τους.
Με συγκλονιστικό τρόπο ο Χρυσικάκος παρουσιάζει το πάθος, και τις εκρήξεις της ψυχής του Καζαντζάκη. Όποιος δει την παράσταση δε θα μπορέσει να ξεχάσει τον οδυρμό του τη στιγμή της αποκάλυψης του κρανίου στο νεκροταφείο αλλά και εκείνη την υπέροχη στιγμή, όταν ο Καζαντζάκης μαθαίνει το θάνατο του Ζορμπά και αποφασίζει να τον αναστήσει. Είναι, ίσως, και η πρώτη φορά που το ελεύθερο και αντρίκιο πνεύμα του Ζορμπά περιορίζει τον καλαμαρά και απελευθερώνει τον άνθρωπο και συγγραφέα Καζαντζάκη. Ο ηθοποιός γίνεται όλος μια χορευτική κίνηση επί σκηνής, μια κίνηση σαν αυτές του Ζορμπά. Ο θεατής νιώθει την κυριολεκτική εισβολή του «εξαίσιου αυτού φαγά, πιοτή, δουλευταρά, γυναικά και αλήτη» μέσα στο νου του συγγραφέα. Εκείνη την εισβολή που πυροδότησε την έμπνευση και οδήγησε στη συγγραφή του ομώνυμου βιβλίου.
Ο ηθοποιός ζωντανεύει τον Καζαντζάκη κάνοντας πράξη τα λόγια του στη στιγμή της υπέρτατης έντασης: «και θάνατος να ΄ναι εμείς θα τον κάνουμε ζωή. Εμείς, καρδιά μου, ας του δώσουμε το αίμα μας να ζωντανέψει». Και ταυτόχρονα υψώνει τη δική του κραυγή στον τεράστιο ανήφορο της υποκριτικής, καθηλώνοντας τους θεατές σε μια παράσταση, που θα εγγραφεί ανεξίτηλη στη μνήμη τους.