ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΑΝΕΙΚΑ Γράφει η Άντζελα Ζιούτη/ συγγραφέας / [email protected]
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που πουλούσε σπίρτα. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, ο κόσμος ήταν χαρούμενος στους δρόμους. Στην Ερμού, στο Σύνταγμα, στην Αιόλου οι περαστικοί κοίταζαν τις στολισμένες προθήκες των καταστημάτων ψάχνοντας τα χριστουγεννιάτικα δώρα για τους αγαπημένους τους.
Παντού έλατα, μπάλες, γιρλάντες, φωτάκια, στολίδια, καράβια, λούτρινοι Αγιοβασίληδες. Το κοριτσάκι κάθονταν πάνω στο παγωμένο πεζοδρόμιο κι έβλεπε μόνο τις σόλες των παπουτσιών τους και τη φόδρα από τις μακριές καμπαρντίνες. Δύο εύπορες κυρίες που το συναντούν, του φέρονται περιφρονητικά και το προτρέπουν να γυρίσει σπίτι. Δεν καταλαβαίνουν την κατάσταση του: είναι ορφανό κι ο μέθυσος πατριός του το στέλνει να πουλά σπίρτα.
Μόνος φίλος του είναι ο κουλουράς, που προσπαθεί να το διασκεδάσει με τα αστεία του. Όταν αυτός φεύγει, έρχεται μια ζητιάνα. Το κοριτσάκι την κοιτάει επίμονα, γιατί μοιάζει με τη γιαγιά του.
Η γριά ζητιάνα το συμπαθεί και του διηγείται μια ιστορία. Μόλις η μικρούλα μείνει και πάλι μόνο, εμφανίζονται δύο πλουσιοκόριτσα και γελούν μαζί της έτσι ξυπόλητο που είναι και ντυμένο με κουρέλια. Το κοριτσάκι νιώθει ντροπή. Μετά πέφτει η νύχτα. Κάνει παγωνιά, δεν υπάρχει ούτε ένας περαστικός. Η μικρούλα δεν έχει πουλήσει τίποτε. Ο κουλουράς της φέρνει μια παντόφλα που είχε χάσει το πρωί. Αυτό για να μην παγώσει, τη φοράει στο ένα πόδι και ανάβει ένα σπίρτο για να ζεσταθεί.
Τότε αντικρίζει ένα όραμα: ένα πλούσιο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Μόλις σβήνει το σπίρτο το όραμα χάνεται. Το κοριτσάκι ανάβει και δεύτερο σπίρτο. Στη φλόγα του ζωντανεύει ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο γεμάτο στολίδια και μπάλες. Και αυτό το σπίρτο σβήνει και το δέντρο χάνεται. Το κοριτσάκι ανάβει κι άλλο σπίρτο. Τώρα ζωντανεύει η κούκλα της βιτρίνας. Κι αυτό το όραμα όμως διαρκεί, όσο είναι αναμμένο το σπίρτο. Το κοριτσάκι ανάβει πολλά σπίρτα μαζί. Στη φλόγα εμφανίζεται η μορφή της γιαγιάς. Της μιλούσε τρυφερά μέχρι ν’ αποκοιμηθεί στον πάγκο σαν να βγήκε από το παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Εκείνη την ώρα στήνονταν πύρινα οδοφράγματα στην Γ’ Σεπτεμβρίου και στη συμβολή των οδών Μάρνης και Αριστοτέλους. Οι διαδηλωτές έριχναν πέτρες και οι αστυνομικοί δακρυγόνα και χημικά. Σε λίγο εμφανίστηκαν κουκουλοφόροι κι άρχισαν να σπάνε τα χοντρά τζάμια από τις βιτρίνες των καταστημάτων.
Το κοριτσάκι φοβήθηκε. Άναψε το τελευταίο σπίρτο. Τότε μέσα από τους καπνούς των δακρυγόνων είδε ένα όραμα. Ότι σε κανένα σπίτι δεν έλειπε το ψωμί, όλοι οι άνθρωποι είχαν μία δουλειά που πήγαιναν χαρούμενοι το πρωί και δεν θα τους απέλυε ποτέ κανείς από εκεί…