Γράφει ο Γ. Βοσκόπουλος / αναπλ. καθηγητής, Τμήμα ΔΕΣ, ΠΑΜΑΚ
Η κρίση στην Ευρώπη ενίσχυσε τις πολιτικές δυνάμεις που εκφράζουν έναν λαϊκίστικο λόγο. Η κοινοβουλευτική τους ενίσχυση αρχικά φάνηκε να έχει συγκυριακό χαρακτήρα, οπότε αξιολογήθηκαν ως μία εφήμερη αντίδραση σε ένα ντόμινο διαρθρωτικών αλλαγών που έπληξαν κατά κύριο λόγο τη μεσαία τάξη. [1] Ωστόσο η παράταση της κρίσης ενισχύει και παγιώνει την απήχηση τους σε ένα πανευρωπαϊκό κοινό, μία διευρυμένη δεξαμενή ετεροπροσδιοριζόμενων ιδεολογικά, δυσαρεστημένων πολιτών που αναζητούν λύσεις σε πολιτικούς σχηματισμούς θολής ιδεολογικής ταυτότητας και αμφίβολης αξιοπιστίας.
Ο λαϊκισμός αποτελεί μία ασαφή έννοια, τουλάχιστον σε επίπεδο διεθνούς βιβλιογραφίας. Ακόμα μεγαλύτερες αποκλίσεις καταγράφονται στη μεθοδολογία προσδιορισμού του «λαϊκιστή» [2] αφού υπάρχει μία αλληλένδετη σχέση ανάμεσα στις έννοιες λαϊκισμός, άσκηση πολιτικής και δημοκρατία. Συνιστά μία ιδεολογία που ηχεί ως σειρήνα στα αυτιά ιδιαίτερα όλων αυτών που πλήττονται από την πολυεπίπεδη κρίση. Απευθύνεται στο λαϊκό αίσθημα και θεμελιώνεται σε μία ρητορική ανειλικρίνειας, συχνά ρητορική που στοχεύει σε ρήξεις και οδηγεί σε αντιπαραθέσεις οι οποίες μπορεί να συνιστούν ένα επιφαινόμενο. Ουσιαστικά ο λαϊκιστής θέλει να ικανοποιήσει πρόσκαιρα ένα εκλογικό κοινό με όρους ανορθολογισμού.
Ωστόσο η αξιολόγηση του λαϊκισμού δεν θα πρέπει να γίνεται άκριτα χωρίς μία αιτιατή προσέγγιση. Τα αιτήματα για μεταβολή των περιοριστικών πολιτικών της Ένωσης για παράδειγμα, ακόμα κι αν εκφράζονται από λαϊκιστές ηγέτες δεν συνιστούν εκ προοιμίου λαϊκίστικα αιτήματα. Η περιορισμένη απήχηση τους σε κύκλους των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων επιτρέπει σε λαϊκιστές να τα καταστήσουν σημαία μίας παρελκυστικής πολιτικής επιχειρηματολογίας. Επισημαίνεται μάλιστα ότι πηγή ανάδειξης του λαϊκισμού είναι «η αποτυχία των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών να περιορίσουν και ελέγξουν μία θεματολογία πολιτικής υφής εντός μίας σχετικά σταθερής κοινωνικής τάξης». [3]
Υπό αυτό το πρίσμα, η αποτυχία των παραδοσιακών πολιτικών σχημάτων να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις της παγκοσμιοποίησης και τη διαμόρφωση μίας νέας κοινωνικής και οικονομικής διαστρωμάτωσης οδηγεί τους πολίτες αντανακλαστικά σε επιλογές που φέρουν στοιχεία λαϊκισμού. Αυτό καθίσταται εφικτό, αφού το συγκεκριμένο μίγμα διαχειριστικής πολιτικής που ακολουθείται έχει προσδιοριστεί ως «μονόδρομος», οπότε η όποια αμφισβήτηση του αξιολογείται είτε ως «γραφική» είτε ως «λαϊκίστικης» υφής. Είναι σαφές ότι απαιτείται ορθή αξιολόγηση των κριτηρίων προσδιορισμού του λαϊκισμού. Αυτό καθώς δίκαια αιτήματα μπορεί λανθασμένα και ισοπεδωτικά να προσδιοριστούν ως «λαϊκισμός», προκειμένου να αποδομηθεί η επιχειρηματολογία τους.
Με τα παραπάνω θέλω να επισημάνω την ανάγκη προσεκτικού διαχωρισμού ανάμεσα στην ουτοπία του λαϊκισμού που εκμεταλλεύεται πολιτικές αστοχίες και τον προσδιορισμό των όποιων κοινωνικών αιτημάτων ως λαϊκίστικο λόγο. Καθίσταται συνεπώς σαφές ότι υπάρχει εννοιολογική ασάφεια σε επίπεδο διεθνούς βιβλιογραφίας ως προς τον όρο «λαϊκισμός» ως σημαίνων και τα σημαινόμενα του. Είναι εύκολο λοιπόν αυτός που εκφράζει ένα δίκαιο αίτημα να προσδιοριστεί ως «λαϊκιστής», αφού αυτό αμφισβητεί παγιωμένες αντιλήψεις μίας κυρίαρχης πολιτικής ελίτ.
Είναι σαφές ότι ο ακραίος λαϊκισμός «λειτουργεί σε ένα κοινωνικό περιβάλλον εντός του οποίου τα άτομα εκφράζουν παράπονα, επιθυμίες, ανάγκες, «θέλω» τα οποία δεν έχουν εξελιχθεί σε πάγια πολιτικά αιτήματα» [4]. Αυτό συμβαίνει στην Ευρώπη κυρίως την τελευταία δεκαετία με αφετηρία το 2005, οπότε και καταψηφίστηκε η Συνταγματική Συνθήκη σε Γαλλία και Ολλανδία. Η σταδιακή αποδόμηση ενός ιστού κοινωνικής ασφάλειας που προσέφερε απλόχερα η Ένωση επί σειρά ετών λειτούργησε ως καλός αγωγός μεταφοράς και αναπαραγωγής λαϊκίστικων αλλά ταυτόχρονα και απόλυτα δικαιολογημένων αιτημάτων.
Με τη στήριξη μη συστημικών πολιτικών σχηματισμών οι πολίτες επιδιώκουν να ανακτήσουν κεκτημένα δεκαετιών και αυτό δίνει την ευκαιρία σε λαϊκιστές ηγέτες να εμφανίζονται ως λύσεις. Ωστόσο είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η λεπτή γραμμή διαχωρισμού ανάμεσα σε αιτήματα λαϊκίστικης υφής και αιτήματα που εκφράζουν μία απόλυτα κατανοητή δυσαρέσκεια έναντι της ανατροπής των κεκτημένων στην Ευρώπη.
[1] Βλ. ενδ. Francisco Panizza (ed), Populism and the Mirror of Democracy, Verso, London, 2005
[2] Βλ. Daniel Vaughan-Whitehead (ed), Europe’s Disappearing Middle Class? Evidence from the World of Work
[3] Francisco Panizza (ed), σελ. 9.
[4] Ibid, σελ. 10.
To κείμενο μπάζει από παντού, αλλά επιγραμματικά απουσιάζει το σημαντικότερο: η αντιδιαστολή μεταξύ της λαϊκίστικης και της ελιτίστικης ρητορικής, για να δούμε πως εννοούν οι ελίτ τη “σύνθεση” ως εναλλακτική της ρητορικής της “ρήξης”.
Για τώρα όμως θα ήθελα να βάλω ένα ερώτημα στον κύριο καθηγητή: Το παρακάτω κείμενο λάνσαρε ο Julien Cristofoli, καθηγητής μέσης εκπαίδευσης και συνδικαλιστής και αναφέρεται στην “καταδίκη” της Κ. Λαγκαρντ, χωρίς ποινή!
Γράφει:
«Στις 13 Μαίου 2016, ένας άστεγος 18 ετών, ο οποίος μπήκε σε ένα σπίτι στην πόλη Φιζάκ για να κλέψει ρύζι και μακαρόνια από ανάγκη, καταδικάστηκε σε 2 μήνες φυλάκιση, χωρίς αναστολή, από το δικαστήριο της πόλης Καόρ. Στις 19 Δεκεμβρίου 2016, η Κυρία Κριστίν Λαγκάρντ εκρίθη ένοχη, χωρίς ποινή, από το Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας. Τι ντροπή για την «δημοκρατία» μας!». Πρόκειται επομένως για ένα δικαστήριο εξαίρεσης, το οποίο μόλις επέβαλε μια ποινή που είναι άδικη και ακατανόητη ανάλογα με τη βαρύτητα των γεγονότων για τα οποία κατηγορείτο!».
Το κείμενο αυτό είναι “λαϊκίστικο”; Γιατί σίγουρα στοχεύει σε αντιπαράθεση και σίγουρα περιέχει έντονο συναισθηματικό στοιχείο.
http://www.iefimerida.gr/news/309001/keimeno-poy-zitaei-mia-pragmatiki-diki-gia-tin-kristin-lagkarnt-sygkentrose-140000