Μοιάζει τόσο υποκριτική η ιστορία με τα Γλυπτά του Παρθενώνα, που πιθανότατα δεν αξίζει να μπει κανείς στη διαδικασία να σχολιάσει στα σοβαρά τη νέα αντιπαράθεση κυβέρνησης – αντιπολίτευσης. Οι δηλώσεις του υπουργού Πολιτισμού Μπαλτά ότι δεν πρέπει να επιδιώξουμε τη δικαστική διεκδίκηση και η παρέμβαση Τασούλα -ο οποίος θα ξεκινούσε αλλά δεν ξεκίνησε- τα έφεραν ξανά στο προσκήνιο. Δήθεν στο προσκήνιο.
Βασικά είναι ένα θέμα δύσκολο, ο στόχος μοιάζει ουτοπικός. Γιατί είναι τόσα πολλά τα μουσεία των μεγάλων δυνάμεων που φιλοξενούν κλεμμένες αρχαιότητες από την Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Μέση Ανατολή, που αν τις χάσουν θα… κλείσουν. Το γινάτι της Μελίνας γέννησε ένα αίτημα επιστροφής που πιο πολύ έχει να κάνει με τις ελληνικές αξίες, παρά με την πραγματικότητα. Όσες φορές επιχειρήθηκε από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων να “σηκωθεί” το θέμα, έγινε μάλλον για επικοινωνιακούς λόγους. Ένα θέμα που το παρακολουθεί το πολιτιστικό ρεπορτάζ, αλλά αρκεί μια στραβή ή μια ατάκα -θυμηθείτε την ατάκα του Σημίτη στον Μπλερ- για να το πάρει το πολιτικό ρεπορτάζ. Οι λεπτομέρειες της υπόθεσης χάνονται αυτομάτως και η χροιά γίνεται πια επιφανειακή και παραπολιτική.
Μόνο η ανέγερση του νέου μουσείου της Ακρόπολης το 2004 αποτέλεσε μια σοβαρή ενέργεια για την επιστροφή. Αλλά συνέχεια δεν υπήρξε. Λίγο ο εθνικός εγωισμός, λίγο το κυνήγι του ανέφικτου, αποτέλεσμα μηδέν.
Το θέμα είναι ξεκάθαρα ζήτημα πολιτικής πολιτισμού και μόνο έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται. Αλλά ποιος έχασε την πολιτική πολιτισμού για να τη βρούνε οι σημερινοί κυβερνώντες;