Γράφει η Νατάσσα Καραμανλή
Τηλέφωνα. Όλη μέρα. Ασταμάτητο το ντριν. Κόβεται η ανάσα· παίρνει φόρα ανάμεσα στις παύσεις, στις σιωπές, για να συνεχίσει και ξανά ντριν. Μια γουλιά νερό από το μπουκάλι που έχει από ώρα ζεσταθεί. Γραμμές που πέφτουν. Που μπλέκονται. Αναμονή. Το κόκκινο φωτάκι ν’ αναβοσβήνει αδιάκοπα στον τρελό χορό του. Φωνές που απαιτούν. Άλλες ευγενικά κι άλλες, η πλειονότητα, δυστυχώς, με θράσος, με νεύρο, σχεδόν με τσαμπουκά.
Φωνές που ερευνούν. Αυτό που ζητούν, δεν είναι πάντα το αυτονόητο, να κλείσουν ένα ραντεβού με τον γιατρό δηλαδή. Κάποιοι αναζητούν διακαώς ανάμεσα στις ξένες φωνές, την οικειότητα. Μια φωνή που δεν θα φαλτσάρει. Μια φωνή που θα εννοεί το «ναι, σας καταλαβαίνω, είμαι εδώ για σας, μιλήστε μου», δίχως καν να ακουστεί.
«Τι πάει να πει δεν έχει; Δηλαδή τα δικά μας τα λεφτά δεν μετρούν;»
«Άκου να σου πω κοπελιά, να του πεις του γιατρού, εγώ τότε μπορώ να έρθω. Έτσι να του πεις. Εγώ θα έρθω κι αυτός αν θέλει, ας μη με δει.»
«Τς, μα που πήρα στο ΙΚΑ; Ακούς εκεί, ραντεβού μετά από δέκα μέρες.»
«Πρόκειται για κάτι επείγον; Νιώθετε πόνο ή κάποια ενόχληση;» ρωτώ. «Όχι, απλώς εγώ τότε θα κατέβω στην πόλη.»
Μάλιστα. Καταπίνω το «τς», προσπερνώ το κοπελιά και σφίγγω τα δόντια. Ειλικρινά δεν μπορώ ακόμα και τώρα ν’ αποφασίσω, ποιο από τα δυο με ενοχλεί περισσότερο, το υποτιμητικό «τς», ξέχειλο από αποδοκιμασία ή ο άγαρμπα βιασμένος ενικός.
Ήμασταν πάντα τόσο απολίτιστοι; Τόσο εξωφρενικά απαιτητικοί; Τόσο ξεδιάντροπα αγενείς; Νομίζω πως ναι, αλλά μπορεί και όχι. Ίσως να φταίει η κρίση, συλλογίζομαι. Η ανασφάλεια Η πίεση. Εκείνη που έχει κάνει φωλιά μέσα μας, μια μόνιμα εγκατεστημένη παράνοια που μας ωθεί στην επιθετικότητα. Πιθανότατα, δεν θα μας εγκαταλείψει ποτέ και τότε θα οργιάζουν κι άλλο οι φωνές. Θα θεριεύουν ακόμα παραπάνω τα νεύρα κι οι απαιτήσεις. Τι θ’ απογίνουν, άραγε, τότε οι σιωπές; Θα εξοστρακιστούν για πάντα;
Και άξαφνα, ανάμεσα στη βαρβαρότητα, στα αυτιά μου μια φωνή σαν ψίθυρος. Δεν απαιτεί, δεν βιάζει, αλλά εκλιπαρεί απεγνωσμένα για βοήθεια. Είναι ολοφάνερο, στο άκουσμα της πρώτης λέξης που αρθρώνει, το κάλεσμα της για βοήθεια.
«Μη μου το κλείσετε, σας παρακαλώ, δεν έχω που να απευθυνθώ…». Όχι κυρία, μια αναπνοή πήρα, μόνο μια. Είμαι εδώ για σας. Και όλα τα κύτταρα μου καίγονταν από τη λαβα που ρέει στη φωνή της.
«Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω; Πονάτε;»
«Η καρδιά μου πονάει. Τη χτυπάει όλη μέρα κι εκείνη κάθεται. Τι να κάνει, ούτε δουλειά έχει, ούτε πού να πάει… Στο πρόσωπο τη χτυπάει. Στα μάτια. Καταλαβαίνετε; Θα τα χάσει τα ματάκια της κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα, δεν δύναμαι να αντιδράσω, παρά κάθομαι και τη βλέπω να υποφέρει. Δεν έχουμε κανέναν να μας βοηθήσει κι εγώ βρίσκομαι καθηλωμένη σε ένα αναπηρικό καροτσάκι, νύχτα-μέρα. Καλέστε κάποιον, την αστυνομία, το γιατρό, εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο, καταλαβαίνετε, αν το μάθει, θα μας σκοτώσει και τις δυο. Είμαστε δυο γυναίκες μόνο. Η μια μισή. Κι η άλλη σύντομα, αν αυτό συνεχιστεί. Για αυτό, σας παρακαλώ, μιλήσετε του. Πείτε του να βιαστεί. Είμαστε δυο γυναίκες λησμονημένες από το Θεό και τους ανθρώπους. Βοηθήστε μας κυρία, σας παρακαλώ. Κι αυτό που ξέχασε να μας δώσει ο Θεός, εσάς να σας το δώσει διπλό….»
Λίγο νερό…. Πνίγομαι από τον κόμπο στο λαιμό μου… Δεν αντέχω αυτές τις ματωμένες φωνές…