Γράφει ο Νίκος Ταχιάος / π. πρόεδρος ΟΝΝΕΔ Θεσσαλονίκης και π. μέλος ΚΕ της Νέας Δημοκρατίας
Στην υποψηφιότητα Μητσοτάκη συσπειρώθηκαν πολλαπλές προσδοκίες και στοχεύσεις. Κατ’ αρχάς, συγκέντρωσε ένα αξιοσέβαστο ποσοστό (περίπου τον έναν στους τρεις) μεταξύ αυτών που συμμετείχαν στην αναμέτρηση της 20ης Δεκεμβρίου, των οποίων η στοίχιση με την πολιτική παρουσία και τις απόψεις του ως υποψηφίου μοιάζει να είναι ευδιάκριτη και ευθεία. Στην συνέχεια, προστέθηκε ένας ικανός αριθμός προσώπων που θεώρησαν ότι η εκλογή ενός outsider στο αξίωμα του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας επισφραγίζει ένα αίτημα βαθιάς αλλαγής, όπως αυτό θεωρείται αυτονόητα αναμενόμενο μετά από οποιαδήποτε εκλογική ήττα. Το αποτέλεσμα υπήρξε εντυπωσιακό, αφού κλόνισε το στάτους που έμοιαζε να εδραιώνεται στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό, μετά την θεαματική μεταστροφή της πολιτικής Τσίπρα, το περυσινό καλοκαίρι.
Εάν η διακύβευση των εκλογών για την ανάδειξη νέου προέδρου της Νέας Δημοκρατίας αφορούσε μόνο την δυνατότητα μίας εκλογικής κατίσχυσης επί της παρέας του Τσίπρα, η απάντηση θα ήταν μάλλον αδιάφορη. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, νωρίτερα ή αργότερα, ο ηγέτης της Νέας Δημοκρατίας θα αναδεικνυόταν σε πρωθυπουργό. Στην Ελλάδα, πρώτα χάνουν οι κυβερνήσεις και μετά κερδίζει η αντιπολίτευση. Είναι χαρακτηριστικό πόσο χαμηλές επιδόσεις συγκεντρώνουν πλέον Τσίπρας και ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις.
Στην πραγματικότητα, στην εκλογή συνέτρεξαν δύο διαφορετικές οπτικές: Από την μία, ένας σημαντικός αριθμός μελών προέκρινε ένα εσωτερικό αίτημα –πιο ισχυρό από ποτέ- για διαλεύκανση της πολιτικής φυσιογνωμίας του κόμματος. Από την άλλη, ένα καθοριστικό για το αποτέλεσμα ποσοστό των συμμετεχόντων υπάκουσε σε μία ευρύτερη απαίτηση για μετεξέλιξη της Νέας Δημοκρατίας σε ένα κέλυφος το οποίο θα υποδέχεται φιλόξενα ψηφοφόρους, οι οποίοι μολονότι στο παραδοσιακό σχήμα «δεξιά – κέντρο – αριστερά» ουδέποτε στο παρελθόν στεγάστηκαν σε ένα κόμμα της πρώτης αξιολογούν πλέον ως σημαντική προτεραιότητα την διαφύλαξη των στρατηγικών εθνικών επιλογών της μεταπολίτευσης.
Ο Μητσοτάκης πέτυχε, επειδή για τους πρώτους αποτέλεσε μία λύση χειραφέτησης του κόμματος και για τους δεύτερους τον πιο αξιόπιστο εγγυητή μίας τέτοιας πορείας. Η παγίδα –όχι για τον ίδιο- κρύβεται στο γεγονός ότι αυτά τα δύο χαρακτηριστικά της εκλογής του τροφοδοτούνται από την διάθεση ρεβανσισμού και ρήξεων, που ο χρόνος έθρεψε σε ομάδες με στενούς ή καθόλου δεσμούς με το κόμμα, καμιά φορά και με την εφαρμοσμένη πολιτική.
Επειδή, λοιπόν, όλοι έχουμε άποψη για τις κινήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Νέα Δημοκρατία, επισημαίνω απλώς τα εξής:
- Είναι πολύ εύκολο να διώχνεις. Είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο να συνθέτεις. Αυτοί που πρέπει να απομακρυνθούν, θα το καταλάβουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο όταν έλθει η ώρα. Ποτέ δεν ξεκινάς με κινήσεις που μπορεί να παρεξηγηθούν ως μισαλλόδοξες. Προφανώς, στις εκλογές θα φτάσει μία άλλη Νέα Δημοκρατία.
- Το κόμμα έχει μία θολή ταυτότητα, αλλά ταυτοχρόνως κουλτούρα πολυσυλλεκτική. Αυτό το τελευταίο είναι ένα πλεονέκτημα που δεν το απεμπολείς. Του δίνεις το χρώμα σου, ξεδιαλύνεις την θολούρα, αλλά το εκμεταλλεύεσαι. Δεν λειτουργείς σαν γκρουπούσκουλο.
- Ποτέ στην πολιτική ό,τι ξεκινάει δεν καταλήγει στο τέλος αυτούσιο. Οι ισορροπίες θα διαταχθούν σήμερα με αναφορά στο εσωκομματικό εκλογικό αποτέλεσμα και το υπαρκτό δυναμικό του κόμματος, θα αναδιαταχθούν ξανά σχετικά σύντομα και θα επαναδιαταχθούν κάποια στιγμή σε ένα κυβερνητικό σχήμα με σύνθεση που σήμερα δεν μπορούμε να φανταστούμε καν.
Με απλά λόγια: Ο Μητσοτάκης ξέρει καλά ποιες είναι οι προσδοκίες από την εκλογή του. Ας του δώσουμε χρόνο και εμπιστοσύνη. Χρειάζεται υπομονή και σύνεση.
*To thinkfree δημοσιεύει σειρά απόψεων με θέμα τις προσδοκίες, που γεννά η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην προεδρία της Νέας Δημοκρατίας, θεωρώντας ότι πρόκειται για ένα κομβικό πολιτικό γεγονός για την κεντροδεξιά, για την κοινωνία, για τη χώρα.