

Συνέντευξη στον Γιάννη Κεσσόπουλο
Πριν από εννέα μήνες, το βιβλίο του «Δε σε ξέχασα ποτέ» έγινε ένα μουσικοθεατρικό ταξίδι μνήμης από το ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Μιχάλη Σιώνα, που ταξίδεψε σε πολλές μουσικές σκηνές μέχρι σήμερα. Μια αναμέτρηση με την ιστορία αλλά και με τα συναισθήματα που οι στιγμές της γεννούν με τους ηθοποιούς Σοφία Καλεμκερίδου και Γιάννη Χαρίση. Αύριο, Κυριακή 10/12, στις 12 το μεσημέρι, ο Λέων Ναρ έχει την τιμητική του, αφού στο Φουαγιέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου και του ομώνυμου μουσικού δίσκου «Δε σε ξέχασα ποτέ» (εκδ. Ευρασία) με ομιλητές τους Θωμά Κοροβίνη (συγγραφέα- τραγουδοποιό), Άρη Στυλιανού (επίκουρο καθηγητή Φιλοσοφίας του Α.Π.Θ., και πρόεδρο του δ.σ. ΚΘΒΕ), το Θανάση Τριαρίδη (συγγραφέα), ενώ η ηθοποιός του ΚΘΒΕ Σοφία Καλεμκερίδου θα ερμηνεύσει παραδοσιακά σεφαραδίτικα τραγούδια. Με αυτή την αφορμή είχαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα.
«Δε σε ξέχασα ποτέ»: πρώτη απόπειρα θεατρικής γραφής. Ή όταν ένα βιβλίο ανεβαίνει στο σανίδι. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σου από αυτόν τον συνδυασμό;
Ύστερα από πέντε βιβλία, με ιστορικό ή φιλολογικό περιεχόμενο, είπα, να το δοκιμάσω: να συνδυάσω τις εικόνες, οι οποίες αφηγούνται από μόνες τους ξεχωριστά την ιστορία, τους ήχους, που αποτυπώνουν ποικίλες όψεις τους σεφαραδίτικου πολιτισμού, αλλά και την πρόζα, στην οποία «βουτώ» για πρώτη φορά. Το βιβλίο έπεται χρονικά των παραστάσεων. Νιώθω τυχερός που το εκδίδει -μαζί με το cd που περιλαμβάνει τα τραγούδια που ακούγονται στην παράσταση- η «Ευρασία», αισθητική και μεράκι συνυπάρχουν στον ύψιστο βαθμό.
Στην παράσταση συνδυάζεις την ιστορική μνήμη με το τραγούδι. Τι ακριβώς είχες κατά νου;
Η εξακολουθητική συνθήκη της προσφυγιάς, η άρνηση εφησυχασμού στη λήθη, αυτά κυρίως είχα κατά νου. Όσο για το τραγούδι, τα σεφαραδίτικα αποτελούν ιστορική κληρονομιά της Θεσσαλονίκης, από τη στιγμή μάλιστα που κάποια τραγούδια διασώζονται σε πολλαπλές εκδοχές: σεφαραδίτικη, ελληνική και οθωμανική, με κοινή μελωδία και διαφορετικό στίχο. Όλα αυτά συνθέτουν και τη δική μου κληρονομιά. Με τα σεφαραδίτικα, που άκουγα να μιλούν στο σπίτι παππούδες, γιαγιάδες και γονείς και με το παράπονο γιατί η δική μου γενιά καταλαβαίνει πλέον λίγες μονάχα ισπανοεβραϊκές λέξεις. Με την ανησυχία της συναισθηματικής αποστασιοποίησης που ίσως στιγματίσει τις επόμενες γενιές. Αλλά και με την υπέρτατη ανάγκη διαχείρισης της μνήμης των πολλών «απόντων». Και, κυρίως, με την άνιση συχνά μάχη απέναντι σε όσους αμφισβητούν τα αναμφισβήτητα.
Οι γονείς της μητέρας μου κρύφτηκαν στο Παλαιό Γυναικόκαστρο Κιλκίς και τη γλίτωσαν χάρη στον ανθρωπισμό μιας οικογένειας, για να μην πω ολόκληρου του χωριού
Θεωρείς ότι η Θεσσαλονίκη δεν γνωρίζει το παρελθόν της επαρκώς ή δεν θέλει να το γνωρίζει;
Η ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης είναι ταυτισμένη με τη συλλογική μνήμη της πόλης. Το Ολοκαύτωμα, για παράδειγμα, δεν πρέπει να αφορά μόνο τους Εβραίους, αλλά ολόκληρη την πόλη, σε σχέση με το παρελθόν της, αυτό πρέπει να το καταλάβουμε κάποια στιγμή. Αλλά γενικότερα η πόλη έχει μια ελλειμματική προσέγγιση του παρελθόντος της. Γι’ αυτό στο έργο – και στο βιβλίο φυσικά- το παρόν και το παρελθόν συνυπάρχουν∙ ούτως ή άλλως, ό,τι κάνουμε και λέμε στο παρόν, εξαρτάται από το πώς έχουμε αντιληφθεί το παρελθόν.
Στο «Δε σε ξέχασα ποτέ» αλλά και σε συνεντεύξεις σου αναφέρεσαι στην αδιαφορία που επέδειξαν πολλοί συμπολίτες για την τύχη των γειτόνων τους, αλλά και την έμπρακτη στήριξη που επέδειξαν άλλοι την ίδια χρονική στιγμή. Αυτή η προσέγγιση θεωρείς ότι οφείλεται στον ανθρώπινο παράγοντα που δοκιμάζεται σε τέτοιες οριακές στιγμές ή υπήρχε κάποιο σχέδιο;
Και σχέδιο υπήρχε και η δοκιμασία των οριακών στιγμών είχε τη σημασία της. Κανείς, ωστόσο, ποτέ δεν ξέρει πότε μπορεί να έρθει «κι η δική του η σειρά». Γι’ αυτό για μένα μέγιστη παρακαταθήκη παραμένουν οι ανθρώπινες σχέσεις, το γέλιο, το τραγούδι και η αγάπη.
Πως βίωσε η οικογένειά σου το ολοκαύτωμα;
Δεκάδες νεκροί συγγενείς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, δεν γνώρισα θείους και θείες των γονιών μου. Παππούς και γιαγιά, από την πλευρά του πατέρα μου, επιζώντες των ναζιστικών στρατοπέδων. Οι γονείς της μητέρας μου κρύφτηκαν στο Παλαιό Γυναικόκαστρο, κοντά στο Κιλκίς, τη γλίτωσαν χάρη στον ανθρωπισμό μιας οικογένειας, για να μην πω ολόκληρου του χωριού, που ρίσκαρε τα πάντα. Πάντα θα υπάρχουν αληθινοί άνθρωποι, αυτό δεν θα πάψει ποτέ…
Ποιο είναι το σύγχρονο μήνυμα του εβραϊκού δράματος; Πέραν από τη δικαίωση της μνήμης των χιλιάδων αθώων…
Δεν είναι ένα συγκεκριμένο μήνυμα, δεν μπορεί να κωδικοποιηθεί.
Η Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ού αιώνα ήταν μια πολυπολιτισμική πόλη. Αυτό είναι ξεκάθαρο. Θεωρείς ότι αυτό ήταν κάτι διαφορετικό ή όμοιο με αυτό που ζει η πόλη και η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες;
Προσαρμοσμένο στη σημερινή, ολότελα διαφορετική πραγματικότητα, μοιάζει να είναι παρόμοιο. Η παράσταση, άλλωστε, υπενθυμίζει πως οι περισσότεροι από εμάς ήμασταν κάποτε μετανάστες.
Και μια τελευταία ερώτηση: είσαι ένας νέος άνθρωπος, με βαθιές ρίζες σ’ αυτή την πόλη, Σαλονικιός που λέμε. Τι ονειρεύεσαι για τη Θεσσαλονίκη; Πως θα ήθελες να τη δεις και να τη ζήσεις;
Να αφήσει την γκρίνια κατά μέρος, να δράσει αυτόνομα και όχι σε σχέση με το τι κάνει η Αθήνα, να αναπτύξει το λιμάνι της, να εκσυγχρονίσει το αεροδρόμιό της, να εντάξει τα δυο πανεπιστημιακά της ιδρύματα πιο ενεργά στην καθημερινότητα της πόλης. Να εκμεταλλευτεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα (βαλκανική ενδοχώρα, απόσταση μόνο μιας ώρας από παγκόσμιας σημασίας προορισμούς (Βεργίνα – Δίον – Πέλλα κ.ά.). Θέλεις να συνεχίσω; Είναι αμέτρητα, πράγματι, τα πλεονεκτήματα της πόλης που τελούν εν υπνώσει…
Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα thessnews, φύλλο 9.12.2017