Γράφει η Νατάσσα Καραμανλή
Νάτο πάλι το κακό μαντάτο. Που δεν ήθελες να σε βρει κι όμως σε βρήκε. Ένα μαχαίρι, δυο παιδιά, το ένα σκοτωμένο από χέρι παιδικό. Φιλικό. Και δεν αντέχεται η οδύνη. Δεν χωρά στο μυαλό, ούτε σπιθαμή για να φωλιάσει η εικόνα του. Να φύγει, να εξοστρακιστεί.
Πόσο ακόμα πιο μακριά να μείνεις από την τηλεόραση Θεόφιλε; Τα έκλεισες όλα, τα σφράγισες, έτσι πίστευες τουλάχιστον· τα έριξες μια μούντζα, για να μπορείς να ανασαίνεις ανεμπόδιστα τις νύχτες. Ούτε εφημερίδα, ούτε τα ηλεκτρονικά περιοδικά αφήνεις να σου διαβάζουν, -του διαόλου τα μαντάτα με αυτό το ίντερνετ-ούτε τίποτα. Ακόμα και το ραδιόφωνο έβαλες στο mute.
Κι όλα αυτά, για να μην σε βρίσκουν κατάστηθα άσπλαχνες ειδήσεις, σαν αυτήν.
Γέρασες, λες και οι αντοχές σου στον ανθρώπινο πόνο ξεφτίζουν, όπως τα χρόνια που μετράς για το φευγιό σου.
Κουράστηκες να μαθαίνεις μόνο άσχημα νέα, κάθε μέρα και χειρότερα, μια στείρα επανάληψη θλιβερών γεγονότων που σφυροκοπούν το μυαλό σου. Σμιλεύουν το κορμί σου, κοίτα, αυτά τα χέρια πόσα ακόμα βάρη να αντέξουν;
Και τούτη η έρημη χώρα που αποκαλείς ψυχή, με ποιο κίνητρο να την κρατήσεις ζωντανή; Όχι για σένα πια, μα για τα παιδιά.
Κρυφά μετράς τα χρόνια της υπομονής, άντεξες τόσα, ακόμα και την κρίση. Αντέχεις κι εδώ μέσα, στα ψυχρά δωμάτια, στο Σαββατοκύριακο της δίωρης επίσκεψης. «Κράτα γερά παππού. Το άλλο Σαββάτο θα σου δείξω πώς να κάνεις μαγικά με την τράπουλα.»
Παιδιά, ανυπόμονα, βιαστικά και φειδωλά. Με το δελτίο οι αγκαλιές. Κι εσύ διψάς.
Έσφιξες τα δόντια, σήκωσες τα μάτια ψηλά κι ευθυγράμμισες το βλέμμα σου στο μέλλον. Εκεί που πάντα πίστευες, πως κάτι καλό έχει κρυμμένο για όλους ο Θεός. Αλλά βρίσκει πάντα χαραμάδα να τρυπώσει κι άλλη δυστυχία στον κόσμο.
Τα χρόνια περνούν γοργά, πιο γρήγορα απ’ όσο επιθυμείς και έμειναν τρύπια τα όνειρα, κενά. Αναζητάς παντού την καλοσύνη, διάφανα μάτια, ξένα και βαριά σε προσπερνούν. Τίποτα δεν αλλάζει γύρω σου προς το καλό, ούτε καν ο καιρός και οι αρθρώσεις σου βαρυγκωμούν από την υγρασία. Δεν είναι το δικό σου το καλό που προσδοκείς όμως, εσύ, έτσι κι αλλιώς τα΄ φαγες τα ψωμιά σου.
Τα παιδιά σου τα μεγάλωσες σωστά, όπως κι εκείνα προσπαθούν για τα δικά τους Αλλά πάντα έχεις την έννοια για τα εγγόνια σου. Μόνιμη η ανησυχία. Ένας ο καημός.Πως άλλαξε έτσι ο κόσμος; Πως καταφέραμε να τον κάνουμε να μοιάζει με ένα απέραντο σφαγείο; Φοβάσαι, γι΄ αυτό κρατάς απόσταση από οτιδήποτε μπορεί να σου χαλάσει την ψευδαίσθηση. Επειδή αρέσκεσαι να πιστεύεις πως το κακό το ακολουθεί μονάχα το κακό. Και πως μόνον εκεί που το καλλιεργούν φυτρώνει. Δε μπορεί αλλιώς, φουντώνει το κακό μες’ την κακία. Μα είναι μόλις ένα παιδί που να την είχε μάθει;
Κι αν χαθούν; Αν ανάμεσα στους ανθρώπους ξεχωρίσουν τους εχθρούς για φίλους;
Βάλε μεγαλοδύναμε το χέρι σου και στείλε απλόχερα τη φώτιση σου σε όλου του κόσμου τα παιδιά. Πώς να τα προστατέψεις από του κόσμου την κακία; Από πού πια να τα φυλάξεις; Aπό τη σκλαβιά, από την εξαθλίωση; Από τους φίλους ή τους συγγενείς; Από τη φτώχεια ή από την έπαρση; Από την ανέχεια ή από την καλοπέραση;
Που να τα κρύψεις για να μην διδαχτούν να μισούν; Σε ποιο ανήλιαγο λαγούμι να εξαφανίσεις τη ζήλεια, το φθόνο, την αλαζονεία;
«Θόδωρε, κλείσε πια το χαζοκούτι. Ότι θέλουν λένε, μόνο αίμα και πόνο ξέρουν να μας πουλάνε, για να μην ξεκολλάμε τα μάτια μας ποτέ. Να καταπίνουμε τα ξένα βάσανα, για να μακαρίζουμε τους εαυτούς μας, να φτύνουμε τους κόρφους μας που εμείς δόξα τω Θεώ, είμαστε ακόμα ζωντανοί. Και τι είναι αυτό το bulling;»
«Εκείνο που λέγαμε παλιά, μη μου κάνεις εμένα το νταή»- ο μπάρμπα Θόδωρος στο διπλανό δωμάτιο όλα τα ξέρει- .
“Eδώ μιλάμε για παιδιά.»
«Ε, και; Το πρώτο είναι δα, ή μήπως θαρρείς θα είναι το τελευταίο;»
«Μα εμείς παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους, τσιλίκα-τσομάκα και όταν αρχίζαμε να λογαριάζουμε πως είχαμε γίνει άντρες, τότε και λίγο μπουρλότ, πρέφα. Στους καφενέδες λύναμε τις διαφορές μας, άντε καμιά μπουνιά ή στο μπιλιάρδο.»
«Θεόφιλε ξεκούτιανες μου φαίνεται, τότε όλα πήγαιναν αργά. Ακόμα και εμείς, αργήσαμε να γίνουμε άντρες. Όλα τρέχουν σήμερα, με διαολεμένες ταχύτητες. Δεν τα φτάνεις, δεν τα καταλαβαίνεις. Άστα καλύτερα. Πες ότι είναι ακόμα ένα δραματικό γεγονός, ανάμεσα στα τόσα. Προσευχήσου, εσένα σε ακούει ο Θεός, άλλο για φέτος τέτοιο κακό να μην ακούσουμε. Ησύχασε.»
Ανυπόφορος ο κόσμος μας. Γεμάτος θύελλες που ξεσπούν απροειδοποίητα. Παιδιά στους βωμούς, παιδιά στα θυσιαστήρια, παιδιά στα κολαστήρια, παντού θύματα παιδιά.
Άσπλαχνα τα νέα γι ακόμη μια φορά, βάρβαρα και μισερά. Ένα δάκρυ μόνο για τις ψυχές των παιδιών, εκείνων που τόσο αναίτια έφυγαν κι εκείνων που αγωνίζονται να βρουν το δρόμο τους.