Η δυσάρεστη εμπειρία του Norman Atlantic, του επιβατηγού πλοίου που πριν από δύο χρόνια τυλίχθηκε στις φλόγες στη μέση της Αδριατικής με αποτέλεσμα να κινδυνεύσουν εκατοντάδες επιβάτες ενώ ακόμη και σήμερα να υπάρχουν αγνοούμενοι, δε φεύγει από το μυαλό και την ψυχή όσων την έζησαν είτε ως πρωταγωνιστές είτε ως έμμεσα εμπλεκόμενοι, συγγενείς και φίλοι.
Σήμερα, με απόλυτο σεβασμό στα πρόσωπα του δράματος, δημοσιεύουμε στο thinkfree την επιστολή ενός από τους επιβαίνοντες στο πλοίο, του Νίκου Παπαντωνίου, που διασώθηκε από το ιταλικό πολεμικό πλοίο San Giorgio, ενώ νωρίτερα είχαν διασωθεί ξεχωριστά οι δύο του κόρες και η σύζυγός του. Η επιστολή, όπως μας είπε, απευθύνεται “σε όλους αυτούς που στάθηκαν δίπλα μας, σε όλους τους Έλληνες φίλους και ξένους που έκλαιγαν και κρύωναν μαζί μας και, βέβαια, πολύ περισσότερο σε όλους τους φίλους και συγγενείς που δεν κοιμήθηκαν και αυτοί για τρεις μέρες μαζί μας”.
“Μια μικρή επιστολή, Πολεμικό πλοίο San Giorgio, 29/12/20 14
ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΩ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΔΙΕΣΩΣΕ.
ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΟ, ΒΕΒΑΙΑ, ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ -ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ 430 ΠΟΥ ΣΩΘΗΚΑΝ…
Οι άνθρωποι είμαστε τυφλοί.
Και οι περισσότεροι από εμάς μικροί.
Όμως υπάρχουν στιγμές που βλέποντας μια σπίθα, γινόμαστε γίγαντες.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ
Για την ψυχική συμπαράσταση που μας χαρίσατε κατά την πρόσφατη περιπέτεια που ζήσαμε, τόσο η οικογένεια μου, όσο και η οικογένεια του συνεταίρου και φίλου μου, στο ναυάγιο του πλοίου «ΝΟRΜΑΝ ΑTLANTIK» τα φετινά Xριστούγεννα.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ…
…έναν έναν ξεχωριστά και όλους μαζί, γιατί η αγάπη σας, η οποία, να το πιστέψετε, μας ακούμπησε, και με τον αέρα (που δεν ήταν και λίγος) ερχόταν και ζέσταινε την παγωμένη καρδιά μας. Αυτή η αγάπη κράτησε το καράβι όρθιο, αυτή μας έδωσε την ελπίδα.
Γιατί και η ανθρωπιά θέλει μιαν αφορμή… κι εμείς, για κακή μας τύχη, σας την δώσαμε.
Και όλοι εσείς βγάλατε την ανθρωπιά που έχουμε όλοι οι άνθρωποι πολύ βαθιά μέσα μας, και μαζί με την ελπίδα, έγιναν οι δύο ιμάντες που μας σήκωσαν προς τα ελικόπτερα.
Πρώτα τα παιδιά, που όταν τα σήκωναν δεν κοιτούσαν κάτω τον θάνατο, μόνο ψηλά την ελπίδα.
Κι εμείς τα αποχαιρετούσαμε.
Πού πήγαιναν…
Ποιος τα περίμενε…
Και όμως ήμασταν χαρούμενοι που έφευγαν και ας μέναμε πίσω στον θάνατο.
Δεν μας χαιρέτησαν, μόνο ένα «οκ» με τον αντίχειρα.
Έμεινα με το χέρι ακίνητο, σηκωμένο, χωρίς να το βλέπει κανείς, να χαιρετάω
το άγνωστο.
Αυτούς που έφευγαν ή αυτούς που έμεναν;
Τη γυναίκα μου που αποχαιρέτησα εξαντλημένος λίγο αργότερα, πιστεύοντας ότι θα έβρισκε αμέσως τα παιδιά;
Χώθηκα σε μια γωνιά να ζεσταθώ και να ξεχαστώ με μόνη λύτρωση και παρηγοριά την ελπίδα σας.
Μέχρι να έρθει και η σειρά μου για το ελικόπτερο.
Και είμαστε πάλι όλοι εδώ ΜΑΖΙ.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ
Οικ. Παπαντωνίου”