
Δεν πρόκειται να συνταχθώ με όψιμους εθνικιστές, οι οποίοι αφού περιηγήθηκαν στη λίμνη της πολιτικής ανυπαρξίας προσορμίστηκαν στο ακρωτήριο του τρόμου. Για όλους εμάς, που είμαστε απόγονοι προσφύγων η σημερινή ημέρα, δεν είναι ημέρα εκδίκησης και θυμού, αλλά ημέρα μνήμης.
Είχα την τύχη να πιω μια στάλα ιστορίας από τις διηγήσεις των παππούδων μου και των γιαγιάδων μου. Ανθρώπων που έφυγαν από την πατρίδα με ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά και ένα στην κοιλιά και ξεβράστηκαν στην Καλαμαριά άτεκνοι. Εκεί τους περίμεναν κάτι πατριδοκάπηλοι σαν τους σημερινούς, φωνάζοντάς τους τουρκόσπορους και τρομοκρατώντας τους, για να μη ζητήσουν χωράφια, να πεθάνουν άμα γίνεται, να εξαφανιστούν. Ο παππούς μου ο ένας γύρισε όλη την Μακεδονία με τα πόδια, ψάχνοντας τους συγγενείς του. Βρήκε μερικούς από αυτούς, όσους έζησαν και μαζί πήγαν στο Σέδες, σημερινή Θέρμη, ρίχνοντας λήθη στο ψωμί τους προσπάθησαν να ξαναρχίσουν τη ζωή τους. Ο άλλος αφού περπάτησε τη μισή Μακεδονία αποκαμωμένος και διαλυμένος σταμάτησε στο ακρογιάλι της λίμνης των Γιαννιτσών. Αφού ήπιε τη μισή άρχισε μετά να την καλλιεργεί. Από τα μάτια μου δεν θα σβήσει η εικόνα της γιαγιάς μου, η οποία μέχρι το τέλος της ζωής της καθόταν κάθε απόγευμα και άκουγε τις αναζητήσεις του Ερυθρού σταυρού, μπας και ακούσει τίποτα για τα δυο της αδέλφια που χάθηκαν στο συνωστισμό. Μάταια όμως, είχαν σφαχτεί. Κάθε απόγευμα, όταν σιγουρευόταν ότι τα παιδιά έπαιζαν μακριά κι έμενε μονάχη καθόταν στη σκιά της μουριάς κι άρχιζε να τραγουδά χαμηλόφωνα, τραγούδια ποντιακά, τραγούδια της πατρίδας, κλαίγοντας πάντα. Δεν ήθελε να μας μεταδώσει ούτε πόνο ούτε κακία και προπαντός κανενός είδους εκδίκηση.
Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου έλεγε ότι η πατρίδα δεν είναι ούτε οι χάρτες ούτε το βιός. Η πατρίδα είναι στην ψυχή μας και φρόντισε να την έχεις εκεί πάντα, να την κουβαλάς σε όλη σου τη ζωή.