Εκείνο το βράδυ μπήκε στο σπίτι ο πατέρας αναστατωμένος. «Πέθανε ο Σεφέρης» είπε. Η μητέρα, μια απλή γυναίκα, αλλά μπολιασμένη από τα πηγαινέλα των συμφοιτητών του αδελφού μου, τις συζητήσεις τους, τα σιχτιρίσματα της κυρίας Σμαρώς για τους «προδότες», μιας και ο άνδρας της ταγματάρχης παρακαλώ, ήταν κλεισμένος στο Μεταγωγών χωρίς να έχει νέα του, ανασήκωσε το κεφάλι της από το κέντημά της. «Ποιος; Αυτός που ακούνε τα παιδιά από το πικ-απ;» Εννοώντας προφανώς τα μελοποιημέναποιήματά του από τον Μίκη. Άφησα το βιβλίο της Γεωγραφίας παράμερα. Άλλωστε, τι μ’ ένοιαζαν τα ποτάμια της Αμερικής; Χτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσε ο πατέρας. Ήταν η αδελφή του, χρόνια χήρα, αφού μετά τον εμφύλιο, ο άνδρας της, Δασάρχης, «αυτοκτόνησε» με το υπηρεσιακό του περίστροφο. Κάθε Κυριακή που ερχότανε για φαγητό στο σπίτι, με διηγιότανε τις κουβέντες της με κάποιον Νίκο Μπελογιάννη. Ο πατέρας, κρατούσε το ακουστικό με έξαψη. « Μαρίκα, να με το θυμηθείς γιαβρί’μ, είναι η αρχή του τέλους τους». Και μετά, βουρκωμένος άρχισε να τραγουδά. «Πήραμε τη ζωή μας λάθος…». Γύρισε προς τα εμένα. Με κοίταξε «αυστηρά», αλλά με μια γλύκα στα φωτεινά γαλανά μάτια του. « Στο διάβασμά σου εσύ» . Αν με ρωτήσετε τώρα, δεν γνωρίζω τα ποτάμια της Αμερικής. Αλλά τον Σεφέρη, τον θυμάμαι.