Γράφει η Κατερίνα Τζαβάρα | συγγραφέας
– Πάμε, αγόρι μου, λίγες μέρες στο χωριό. Πάμε τώρα πριν χαλάσει ο καιρός και δεν μπορούμε να ανέβουμε.
– Άσε με ρε πατέρα που θα χάσω το τριήμερο για να ανέβω στις αρκούδες!
– Στις αρκούδες, ε; Δεν μπορούσαμε να σε μαζέψουμε όταν ήσουν μικρός από κει που τώρα λες πως ζουν αρκούδες.
– Όταν ήμουν μικρός, το πες και μόνος σου. Τι δουλειά έχουμε τώρα να αφήσουμε τον ήλιο και τη θάλασσα για να χωθούμε τρεις μέρες μέσα σ’ εκείνο το ρημάδι για σπίτι… θα ψοφήσουμε απ΄ την υγρασία, πατέρα.
Όλη τη βδομάδα τον πιλάτευε το γιο του ο κυρ Σταύρος για να επισκεφτούν το πατρικό του σπίτι στον Άγιο Δημήτριο, πάνω στον Όλυμπο, τις αργίες της 28ης. Από τότε που χήρεψε ο πατέρας του, ο Νίκος περνούσε πολύ χρόνο μαζί του αναπληρώνοντας τα χρόνια της Αμερικής που τον κράτησε μακριά από την οικογένειά του ακόμη και μετά το πέρας των σπουδών του. Μόλις όμως χώρισε από την «τρελοαμερικάνα», όπως την αποκαλούσε πάντα η συγχωρεμένη η μάνα του, τακτοποίησε άρον – άρον όποιες εκκρεμότητες είχε και γύρισε πίσω, στην πόλη της καρδιάς του, στη Θεσσαλονίκη του, εκεί που ζούσαν πια οι γονείς του. Μοναχοπαίδι, βλέπεις, ο Νίκος, καλομεγαλωμένος από τη Σμυρνιά μάνα, αποζητούσε τη φροντίδα και την περίφημη μαγειρική της. Τέτοια ωραία γυναίκα, πληθωρική και γενναιόδωρη σε όλα της, δύσκολα συναντούσες εκείνα τα χρόνια της Κατοχής στο βουνό. Ο κυρ Σταύρος φούσκωνε σαν παγώνι δίπλα της, τα πρώτα χρόνια του γάμου τους. Όταν άρχισε ο πόλεμος, η έγνοια του ήταν μην πάθει τίποτα η Ευμορφούλα. Μορφούλα και Μορφούλα μου ήταν όλη μέρα, ακόμη κι όταν εκείνη δεν ήταν μπροστά, λες κι ο νους του ήταν ξεχασμένος πάνω της μέρα νύχτα. Σαν την έχασαν, έφυγε η γη κάτω απ΄τα πόδια τους. Πατέρας και γιος μαράθηκαν, μίσεψαν. Δεν τη χάρηκε ο Νίκος όταν γύρισε, δεν πρόλαβε να την κανακέψει όσο ήθελε τότε που άλλαξαν οι ρόλοι κι έγινε εκείνος ο κουβαλητής του σπιτιού.
Με τα χρόνια άλλαξε και η σχέση με τον πατέρα του. Ρίχτηκε με τα μούτρα στο κυνήγι της καριέρας για να αντέξει την απώλεια και μετακόμισε σε δικό του διαμέρισμα. Ξενύχτια στην εταιρία, ταξίδια επαγγελματικά κάθε μήνα, εφήμερες σχέσεις πάντα εκτός πόλης, πίεση και άγχος σε καθημερινή βάση. Κι ενώ περνούσε κάθε μέρα να τον δει, μετά τον πρώτο χρόνο από το χαμό της Μορφούλας, τα σημάδια της αλλαγής μέσα του ήταν φανερά πια, λειτουργούσε στον αυτόματο. Μπορεί να μην του έλειπε τίποτα του κυρ Σταύρου αλλά την αγκαλιά και τα βραδινά γέλια με το γιο του, τα είχε χάσει ανεπιστρεπτί. Τον τελευταίο μήνα, όλο και πιο συχνά έβλεπε στον ύπνο του το χωριό του και τον Νίκο με κοντό παντελονάκι και τα γόνατα γδαρμένα να τρέχει στα στενά δρομάκια, μέχρι κάτω στην «πιάτσα».
-Εγώ φλώρο δε μεγάλωσα και μη μου λες για κρύο και υγρασία! Δυο τζάκια και καλοριφέρ έβαλα στο σπίτι για να πηγαίνεις εσύ όποτε θες με την παρέα σου. Άκου ρημάδι, διώροφο πέτρινο μέσα στα έλατα!
-Καλά, καλά..μην αρχίζεις πάλι. Άσε να έρθει η Παρασκευή και βλέπουμε.
Σαν κάτι δεν πάει καλά εδώ, σκέφτηκε ο κυρ Σταύρος. Προσπάθησε να δει πίσω απ΄το βλέμμα του παιδιού του μήπως και καταλάβει τι έκρυβε στην ψυχή του αλλά ο Νίκος απέφευγε να τον κοιτάξει κατάματα εκείνο το βράδυ. Μπορεί και να’ ναι η ιδέα μου, προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό του.
Σαν απάντηση στις προσευχές του δέχτηκε το τηλεφώνημα του γιου του, το πρωί της Παρασκευής.
-Ετοίμασε δυο τρία πράγματα και περνάω να σε πάρω το μεσημέρι, του είπε ο Νίκος βιαστικά και έκλεισε.
Για πότε ήταν έτοιμος ο κυρ Σταύρος, ούτε κατάλαβε πώς πέρασαν οι ώρες. Ξυρίστηκε κιόλας, μην τον παρεξηγήσουν οι συγχωριανοί του- όσοι απόμειναν δηλαδή στο χωριό- έβαλε και το καινούργιο κεραμιδί πουλόβερ που του αγόρασε ο Νίκος στη γιορτή του, και τον περίμενε πίσω από την πόρτα σαν μικρό παιδί που δεν κρατιέται για εκδρομή!
Στο δρόμο ήταν αμίλητος. Όσο κι αν προσπάθησε ο πατέρας του να ανοίξει κουβέντα, όσο κι αν σιγοτραγουδούσε κάποιο δημοτικό τραγούδι του τόπου του, ο Νίκος παρέμενε σιωπηλός και συγκεντρωμένος στην οδήγηση. Καθώς ανέβαιναν το δύσκολο μονοπάτι για το σπίτι, οι οξιές κι οι βελανιδιές πύκνωναν στις δυο πλευρές του δρόμου και το βλέμμα του κυρ Σταύρου γέμιζε νοσταλγία και αγάπη. Στο νου του έρχονταν εικόνες από τις εφηβικές του περιπέτειες μέσα στο δάσος, το γλέντι στο γάμο του με τη Μορφούλα, οι κρυψώνες που είχαν μαρκάρει με τα αδέλφια του όταν μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό, τα όπλα, οι πυροβολισμοί, τα ουρλιαχτά των γυναικών, κι ύστερα πιο γλυκές θύμησες, τα κάστανα που μάζευαν με τον Νίκο όταν ήταν πιτσιρίκι, η πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν μόνοι τους στο καλυβάκι και η Μορφούλα φώναζε «θα σας φάν’ οι αρκούδες βρε, πού το πας μικρό παιδί στο δάσος νυχτιάτικα!», ο τελευταίος περίπατος με τη γυναίκα του τη νύχτα που έμαθαν ότι ο γιος τους χώρισε και δεν τους έπιανε ο ύπνος… ένα μικρό, ασπρόμαυρο φιλμ ξετυλίχθηκε μέσα στο κουρασμένο μυαλό του.
Το πέτρινο σπίτι ξεπρόβαλλε μπροστά τους, γέρικο μα περήφανο. Σαν μια μπάλα οξυγόνου να χτύπησε με φόρα το πρόσωπό τους μόλις βγήκαν από το αυτοκίνητο και οι δύο άντρες φώναξαν μαζί, πω πω κρύο! Κοιτάχτηκαν στα μάτια, για πρώτη φορά εδώ και μήνες.
Το βράδυ, στην αυλή, ο κυρ Σταύρος αφέθηκε στα αρώματα της γης. Το νοτισμένο χώμα, τα έλατα, η μυρωδιά του ξύλου από τις καμινάδες, τόσο οικεία και θεραπευτικά για τον πόνο στην καρδιά του. Μπήκε μέσα και άρχισε να ψάχνει στα συρτάρια, στη βιβλιοθήκη, μέσα στα ντουλάπια της κουζίνας. Ο Νίκος, που τόση ώρα μιλούσε στο κινητό με τους συνεργάτες του, τον παρακολουθούσε κρυφά. Ο πατέρας του κλείστηκε στο δωμάτιό του, χωρίς να του πει κουβέντα. Παράξενο. Κι αυτός που ήταν έτοιμος να του εκμυστηρευτεί τη μεγάλη απόφαση που είχε πάρει εδώ και καιρό. Εξάλλου, για αυτό δέχτηκε να αφήσει την παρέα του στην πόλη και να ανέβει εδώ πάνω τέτοιες μέρες γιορτής για τη Θεσσαλονίκη, μπας και χαλάρωνε ο πατέρας του και γλύτωνε τη φασαρία ή και το εγκεφαλικό, μόλις μάθαινε ότι αποφάσισε να επιστρέψει στην Αμερική.
Τον άκουσε να ανοίγει ένα συρτάρι στην εταζέρα της εισόδου.
– Καληνύχτα, αγόρι μου, είμαι πιο γέρος από ό,τι θέλω να λέω. Με κούρασε το ταξίδι, θα πέσω νωρίς και αύριο σου υπόσχομαι να κάνουμε ό,τι τραβάει η ψυχή σου, στο βουνό. Και ο πρώτος καφές, κερασμένος από μένα στην πλατεία!
-Αύριο θα είμαι κι εγώ πιο ξεκούραστος, πατέρα. Ελπίζω να… ναι, τα λέμε το πρωί. Καληνύχτα.
Περίμενε μέχρι να τον πάρει ο ύπνος και αφού σιγουρεύτηκε πως ο πατέρας του είχε αποκοιμηθεί για τα καλά, πήγε στην εταζέρα και άνοιξε το πρώτο συρτάρι προσεκτικά. Ένα μπλε τετράδιο, μαθητικό, χωμένο πρόχειρα κάτω από χαρτιά και λογαριασμούς του τράβηξε την προσοχή. Το πήρε στα χέρια του και πήγε στο δωμάτιό του. Κάτι του θύμιζε. Μα, βέβαια! Ήταν το τετράδιο που κρατούσε η μάνα του σαν ημερολόγιο. Την είχε δει αρκετές φορές να γράφει σε αυτό, τα απογεύματα που έμενε μόνη της, όταν ο πατέρας του πήγαινε στο καφενείο. Γύρισε αμέσως, στην τελευταία σελίδα.
«…. Το ξέρω Σταύρο μου πως θα φύγω, το ξέρεις κι εσύ, κι ας παριστάνουμε πως έχουμε χρόνια μπροστά μας. Άλλη μια ζωή μαζί σου και πάλι δε θα μου έφτανε, όμως αυτή που έζησα κοντά σου άνδρα μου, ήταν η πιο καλή ζωή που θα μπορούσε μια γυναίκα να ονειρευτεί. Θα φύγω, Σταυρή μου, μα δε θα σε περιμένω γρήγορα κοντά μου γιατί έχεις την πιο μεγάλη και δύσκολη δουλειά να κάνεις, μάτια μου. Θέλω να μείνεις όρθιος ως τα βαθειά γεράματα και να προσέχεις τον Νικολή μας. Να μη στερηθεί ούτε φροντίδα, ούτε αγάπη, ούτε υποστήριξη. Και να αγαπήσει την πατρίδα του, τον τόπο του Σταυρή μου, να τον κρατήσεις εδώ, μην ξαναφύγει. Να καταλάβει πόσο πληγώθηκε αυτό το χωριό και πόσο περήφανα στάθηκε στα πόδια του. Τρεις φορές το γάζωσαν οι δήμιοι, τέσσερεις σηκώθηκε! Κάνε μου αυτή τη χάρη, Σταυρή, και τώρα που γύρισε, να τον πας εκεί που κρυβόσασταν στο βουνό, να δει από μόνος του τα ονόματα και τις φωτογραφίες τους, να ανάψετε και το καντήλι τους γιατί εγώ δε θα μπορώ πια να το φροντίζω το καλυβάκι. Και κλάψε, Σταυρή μου, ναι; Άσε τα δάκρυα, καρδιά μου, να κυλήσουνε και μη ντραπείς το γιο σου. Αξίζει να μάθει όλη την αλήθεια τώρα που θα μείνετε οι δυο σας. Δείξε του τις φωτογραφίες μου με τη φουσκωμένη κοιλιά… εκεί που μεγάλωνε ο Αντωνάκη μας, το μωρό μου… που δεν πρόλαβε να δει το φως του κόσμου. Πες του για τον πρωτότοκό μας και εξήγησέ του τι έγινε εκείνη τη νύχτα στο χωριό μας. Τις αμαρτίες τους, τις έχει κρίνει ο Θεός, όπως και τις δικές μας. Και το παιδί μας, Σταυρή μου… κανένα παιδί δε θα γυρίσει πίσω με τις κατάρες και την οργή που μας πότισαν για πάντα.
Να ξέρεις πως θα τον βρω τον γιο μας, Σταύρο μου και θα του εξηγήσω. Και στην άλλη ζωή δε θα μας χωρίσει κανείς ποτέ ξανά.»
Τα χέρια του Νίκου έτρεμαν, το στόμα του είχε στεγνώσει. Ένα μούδιασμα στην αριστερή πλευρά τον λύγισε και έγειρε στο μαξιλάρι του. Βυθίστηκε στις σκέψεις του και στον πόνο της αποκάλυψης, ώσπου χάθηκε σε λήθαργο βαρύ. Το πρωί, οι δύο άντρες έσυραν τα βήματά τους ως το τζάκι και την κορνίζα που η Μορφούλα τους κοιτούσε χαμογελαστή στο πλάι του Σταυρή της. Χωρίς να πουν κουβέντα, κοιτάχτηκαν με μάτια βαριά από το νυχτερινό κλάμα κι ο Νίκος έπιασε τον πατέρα του από τον ώμο.
-Πάμε να ανάψουμε το καντήλι του Αντωνάκη μας, πατέρα;
*Στη μνήμη όσων χάθηκαν από τους πυροβολισμούς και εκτελέσθηκαν από τους Γερμανούς το Φεβρουάριο του ΄43 στο ορεινό χωριό της Πιερίας, Άγιο Δημήτριο.