(…όπως μου τα διηγήθηκε ο ίδιος)
Γράφει η Βίκυ Νάκου
Χριστούγεννα του 1943. Κρύο και παγωνιά στην εσχατιά της Ηπείρου, στα Τζουμερκοχώρια της Άρτας. Η Γερμανική Κατοχή αδυσώπητη είχε πάρει τον πατέρα. Τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί δυό μήνες πριν. Τα έκαψαν όλα και η Βασίλω ( η γιαγιά μου ), με τα τέσσερα παιδιά της είχαν φτιάξει μία ψευτοκαλύβα και κοιμόντουσαν καταις. Είχαν τρεις μέρες σχεδόν να φάνε. Της μάνας τα μελιανά μάτια είχαν ρουφηχθεί από την πείνα και την απόγνωση. Τέσσερα μικρά παιδιά: η Μαρία 11 χρόνων, ο Θοδωρής επτά (ο πατέρας μου), και η Γιωργίτσα στα έξι και ο Χριστόφορος μόλις τριών. Είχε γεννηθεί στις 28 Οκτωβρίου του 1940.
Στο σπίτι δεν πρόλαβαν να χαρούν γιατί το πρωί, όπου ξημέρωσε ο Θεός την μέρα Του, αρχίνισε ο πόλεμος.
Η Βασιλική απόκαμε για λίγο. Ούτε μια ψίχα μπομπότα, ούτε λίγο κουρκούτι, ούτε στάλα ψωμί να βάλουν στο στόμα. Σώθηκαν όλα. Το μικράκι έσκουζε στο κλάμα από την πείνα.
Ο Θοδωρής με αποφασιστικό βλέμμα λέει στη μάνα: “Θα πάω να βρω χορταρακια κι ότι άλλο να κουτσοβράσουμε, μάνα. Θα πάω. Μην φοβάσαι. Θα γυρίσω”. Μέχρι να τον κοιταξει η Βασιλική, εκείνος ροβολαγε στις ραχούλες στο Τυμπα, στο Διχομοιρι. Ήταν όμορφη η φύση και το χωριό αλλά ο Θοδωρής γεννήθηκε σε δύσκολη εποχή. Σε πόλεμο, αντράλα και αίμα. Και κάθε μέρα έκλαιγε κρυφά για τον πατερουλη του. Τον αγαπούσε και τον θαύμαζε. Ήταν καλός, νοικοκύρης και με βιος. Αγαπουσε την γυναίκα του και φρόντιζε τα παιδιά του. Ήταν ο πρώτος στο χωριό και η φαμίλια του, υπόδειγμα. Αλλά τώρα πεθαιναν της πείνας.
Ο Θοδωρής μάζευε τα χορταρακια, όταν είδε τον μπάρμπα Μαθιο.
“Θοδωρή Χρόνια Πολλά! Που πας μοναχός σου; Ολουθε είναι οι Γερμανοί.”
” Μπάρμπα Μαθιο να στα πω; ” ” Αεί σα πέρα Θοδωρή βιαζουμε για το παζάρι”.
” Μπάρμπα Μαθιο θα στα πω και ότι θέλεις δίνεις. Άσε με θα σ πω και το τραγούδι σου”
” Αεί στο καλό σου πε το” λέει ο Μαθιός. ” Άσε μην είναι γρουσουζιά αν κλάψει”, σκέφθηκε.
Άρχισε ο Θοδωρής τα κάλαντα με δυνατή και ωραία φωνή. Και μετά ακόμη πιο ωραία είπε την “Παπαλαμπραινα”. Τόσο ωραία και λυπημένα, που σχεδόν δακρυσε ο Μαθιός.
Ανοιξε τον τορβα του, κι έδωσε μία κότα στον Θοδωρή. ” Παρτην” , του λεει. Έκπληκτος ο Θοδωρής την παίρνει.
” Είχες καλό πατέρα και με βοήθησε πολλές φορές. Τι κάνει η Βασίλω; Πως τα φτιάχνετε;”
“Πεινάμε μπάρμπα. Τρεις μέρες έχουμε να φάμε. Η μάνα σιγοκλαει.”
“Αεί φύγε του λέει. Θα χάσω τον έμπορα”. “Ευχαριστώ ωωωωωωωωω ” φώναξε ο Θοδωρής και έφυγε τρέχοντας κατά τη μανα.
“Μάνα θα κάνουμε Χριστούγεννα! ” Και της λέει με το “νι και με το σίγμα” τι έγινε. “Ο μπάρμπα Μαθιος” μάνα.
Η μάνα σήκωσε το κεφάλι της ψηλά κι έκανε το σταυρό της. ” Όχι, Θοδωράκη μου. Ο Χριστός ήταν.”
Ανασηκώσει τα μανίκια κι έβαλε το αγγείο στη φωτιά. ” Αεί Αει μωρέ Χρηστο μου, που μ’αφηκες μόνη με τα κουτσικάκια… Αει Αει βοηθά με να μην λυγίσω”.
Όχι, δεν λύγισε η Βασιλική μέχρι το 1984, που “έφυγε” αξιοπρεπώς. Το όνομα του παππού μου το τιμά ο αδελφός μου, ο Χρηστάκης, που γιόρταζει.
Ο πατέρας μας, λείπει από χρόνια, αλλά στο προσφαι μας έχουμε την εντιμότητα, την αξιοσυνη του, την αξιοπρέπειά του.
Χρόνια Πολλά!